United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω λοιπόν ήσαν ταγμένοι οι Λακεδαιμόνιοι. Οι δε Αθηναίοι τους μεν πρώτους φύλακας, εναντίον των οποίων ώρμησαν, εφόνευσαν ευθύς, και μάλιστα ενώ ακόμη εκοιμώντο ή μόλις έπαιρναν τα όπλα. Η απόβασις είχεν ενεργηθή μετά τοσαύτης σιωπής, ώστε οι εχθροί την εξέλαβον ως την συνήθη κίνησιν των προσορμιζομένων κατά την νύκτα πλοίων.

Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν. — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων. — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως. Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.

Κι' αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;. . . Δε θα βάλη της φωνές;. . .Θα τρελλαθή, το κορίτσι! Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.

Πενήντα ή εκατόν άνδρες και παιδιάσυνήθως είχον παραφάγη καί παραπίηεκοιμώντο έξω, ανάμεσα στους σχοίνους, και οκτώ ή δώδεκα γυναίκες, και τρεις γέροι, εις τα στασίδια ή στας πλάκας του ναού εκοιμώντο καθήμενοι. Ενίοτε ηκούετο το ρογχάλισμα του ιερέως μέσα απ' το Άι-Βήμα.

Αλλ' ενώ οι χωρικοί πάντες εκοιμώντο αναπαυόμενοι, όπως εγερθώσι τα μεσάνυκτα και φαιδροί μεταβώσιν εις τον ναόν έκαστος με την λευκήν λαμπάδα του, η κυρά Μανωλάκαινα ηγρύπνει. Δεν την εκολλούσεν ύπνος.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής διέκοψε τον ρεμβασμόν της· ενθουσιασθείς από τας αναμνήσεις του, της εφώναξε να φέρη «μια σταλιά κρασί». Εις το τέλος δε και ο Μανώλης υπεσχέθη ότι θα έπαυε τας παρεκτροπάς και η Ρηγινιώ εξήλθε και έστρωσεν εις το δώμα, όπου εκοιμώντο αφ' ότου είχεν αρχίση να ζεσταίνεται ο καιρός. Την επιούσαν ο Μανώλης εξήλθε με αξιεπαίνους διαθέσεις.

Και αντήχει εντός του καφενείου η βοή ασμάτων πατριωτικών, τα οποία εποίκιλλε κάποτε η λύρα των εις τρυφερώτερον ρυθμόν τονιζομένη. Αλλ' εκτός τούτου.... διότι επί τέλους δεν εκοιμώντο επί ρόδων και οι Τήνιοι,― εκτός τούτου, δεν δύναται να θρηνή αιωνίως ο άνθρωπος.

Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος: — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!

Και την νύκτα, ενώ οι άλλοι εκοιμώντο, αυτός έκλαιε και διηγείτο την θλίψιν του προς τα άστρα, εις την ακτινοβολίαν των οποίων έβλεπε το γλυκύτατον φεγγοβόλημα των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της Πηγής. Εν τω μεταξύ το φέσι του Θωμά εξηκολούθει να μένη καρφωμένον εις την αυτήν θέσιν.

Ο ιππεύς επέμενε, τον εκέντα διά των πτερνιστήρων, τον εκτύπα διά της μπατίνας, αλλ' ουδέν κατώρθου κ' ήτο έτοιμος να υποχωρήση φοβισμένος και αυτός. Διότι εσυλλογίσθη ότι ήτο μεσημέρι και αυτήν την ώραν εις τοιούτους τόπους δεν είνε ακίνδυνον να συχνάζη κανείς. Όλα τα εξωτικά της λαγκαδιάς θα εκοιμώντο τόρα εκεί και βεβαίως δεν θα επέτρεπον εις κανένα να τα ενοχλήση.