United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός δεν ησθάνετο τας κακουχίας των πολέμων, δεν εξεστράτευε καθώς ο Ηράκλειος, δεν έζη υπό σκηνάς εις τα στρατόπεδα καθώς εκείνος. Διέτριβεν εντρυφών εις τα μεγάλα του ανάκτορα. Αγέλαι βοών και προβάτων έβοσκαν εις τας πέριξ νομάς, εις δε τους κήπους του επτερύγιζαν ποικιλόχρωμα πτηνά και έτρεχαν στρουθοκάμηλοι και δορκάδες, υπήρχαν δε εκεί και θηριοτροφεία λεόντων και τίγρεων.

Έπρεπε όχι μονάχα με νόμους, μα και μ' Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό διοργανισμό να γκρεμηστή ο Αρειανισμός. Έπρεπε να διοριστή Ορθόδοξος Πατριάρχης, να συστηθή Σύνοδο, να κανονιστούν άλλη μια φορά τα Εκκλησιαστικά, και να λείψη κάθε φόβος μήπως και ξαναπροβάλη ο εφτάψυχος εκείνος δράκος. Φρόνιμα μέτρα, όχι όμως και φρόνιμα εχτελεσμένα όλα τους, καθώς θα δούμε.

Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' σταις εφημερίδαις, δεν ηξεύρω κι' εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος! — Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως. — Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα.

Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα.

— « Δεν είταν μήτε δέκα, μήτε κι’ εκατό... » Είταν εφτά χιλιάδες κι’ ίσως πλειότεροι... » Για το Χριστό χιλιάδες πέντε σκότωσα, » Και δυο χιλιάδες άλλες για την Παναγιά... » Κι’ απ’ τες εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε, » Πούχε λαγού πηλάλα, πόδι ζαρκαδιού, » Κι’ εκείνος λαβωμένος και με λάβωσε... » Να τους κι’ ακόμα χίλιοι, πώφτασαν εκεί, » Με πιάσαν λαβωμένο και με δέσανε, » Και μιαν ακέρια μέρα με παιδέψανε». ................................................

Κάθισαν στην κουζίνα αλλά ο αστός ετοίμαζε το δείπνο και ο Έφις δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά του. Όσο για τον Τζατσίντο, εκείνος αστειευόταν και γελούσε και δεν ενθάρρυνε τη συζήτηση. Μέσα από το παραθυράκι φαινόταν πάνω στους βράχους της Ορτομπένε ο Λυτρωτής μικρός σαν χελιδόνι, και από το περιβόλι ανέβαινε μια μυρωδιά από βιόλες που θύμιζε την αυλή εκεί κάτω των Πιντόρ.

Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις

Όλα ταύτα τα εσκέπτετο ομού και συγκεχυμένα, βλέπων ασκαρδαμυκτί τον Κ. Πλατέαν και μη ευρίσκων τι ν' αποκριθή εις το απροσδόκητον ερώτημά του. Αλλ' εκείνος εξηκολούθησε σοβαρώς: — Άκουσε να σου ειπώ. Σου χρεωστώ την ζωήν, η ύπαρξίς μου σου ανήκει.

Εκεί ήσαν οι Ιερείς, των οποίων την πλεονεξίαν και ιδιοτέλειαν είχεν αποδοκιμάσει· εκεί οι Πρεσβύτεροι, των οποίων την πλεονεξίαν είχε στιγματίσει· εκεί οι Γραμματείς, των οποίαν την αμάθειαν είχε στηλιτεύσει· και χείριστοι πάντων, οι φιλόκοσμοι, άπιστοι, ψευδοφιλόσοφοι Σαδδουκαίαι, πάντοτε οι σκληρότεροι και κινδυνωδέστεροι των πολεμίων, των οποίων την κενήν σοφίαν τόσον αυστηρώς είχε συγχύσει Εκείνος.

Τι δε φρονείς; Από τους ανθρώπους, ω Ευθύφρον, ήκουσες ποτέ κανένα, που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που αδίκως φονεύση άλλον, ή εν γένει πράξη κανέν άλλο οποιονδήποτε έγκλημα; Ευθύφρων. Είναι βεβαιότατον αυτό, ω Σώκρατες. Οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να φιλονικούν διά τα πράγματα αυτά παντού, ακόμη και εις τα δικαστήρια.