Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Και εισήλθε με απόφασιν να εξομολογηθή εις τον ιερέα και να ζητήση τας συμβουλάς του. Έβγαλεν ευθύς το φέσι του, εφίλησε μετά δουλικής αφοσιώσεως την χείρα του ιερέως κ' εγονάτισε προ αυτού. Ο παπά-Σταύρος εκάθητο σταυροπόδι επί του κραββάτου, έχων εις την αριστεράν χείρα το κομβολόγι και εις την άλλην, στηριζομένην επί των γονάτων, εκκλησιαστικόν βιβλίον, το οποίον ανεγίνωσκε μεγαλοφώνως.
Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώρα — ήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος. — Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων. — Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε. — Ά! είπεν ο ιατρός. Και απεμακρύνθη βραδυπορών. Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή.
Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη, αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη». Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει. Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.
Διά μίαν στιγμήν εγονάτισε καθ' όλας τας απαιτήσεις της τακτικής, ύψωσε καταλλήλως το κλισιοσκόπιον, εστήριξε τον αγκώνα επί του ομοταγούς γόνατος και σκοπεύσας επυροβόλησεν άνευ χρονοτριβής. — Α! ηκούσθη εκ του στόματος όλων των χωρικών.
Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.
Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν. Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον . . . Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την οικίαν του Καίσαρος.
Είχαν πατήσει και οι τρεις εις το ύδωρ. Εφαίνετο την εσπέραν εκείνην ότι το υγρόν στοιχείον τους είλκυεν, τους εκυνήγει κατά πόδα, τους διεξεδίκει ως ιδικούς του. Έπεσαν και οι τρεις έως το γόνυ εις την ιλύν, έως τον βουβώνα εις το ύδωρ. Ο γέρων κατηνέχθη πρηνής, ο νέος εγονάτισε πλησίον του, προσπαθών να τον κρατήση εκ της οσφύος, ο έμπορος έπεσε κατά πλευράν.
Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς.
Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλά 'ς της κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναις 'ς τα μποστάνια. Ο καπετάν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν