United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ της γενεάς, ήτις είχε γνωρίσει τους «μαύρους χρόνους της σκλαβιάς», έζων ακόμη τόσον πολλοί, ώστε να μεταδίδουν και εις την φυσιογνωμίαν της νεωτέρας γενεάς κάτι τι από την κατήφειαν και την συστολήν της εποχής εκείνης, μολονότι αυτοί πάλιν ήσαν οι πρώτοι τολμήσαντες να εξεγερθώσι κατά του φοβερού δεσπότου και παρασκευάσωσιν εις τους νεωτέρους την σχετικήν άνεσιν την οποίαν είχον.

Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.

Δηλαδή ούτω πως φαίνεται ότι ημπορεί να εφαρμοσθή η συμβίωσις εις τους ανθρώπους και όχι καθώς εις τα βοσκήματα το να τρέφωνται εις τον ίδιον χώρον . Αφού λοιπόν διά τον αξιομακάριστον είναι προτιμητέα η ύπαρξις καθ' εαυτήν, διότι είναι εκ φύσεως αγαθή και ηδονική, και αφού και η ύπαρξις του φίλου είναι παρoμοία, έπεται, ότι και ο φίλος είναι πράγμα προτιμητέον.

Μας βρίσκεται και τίποτα παξιμάδι; ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς. — Θα έμεινε κάτι ολίγο απ' της Παναγιάς. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κη τρώμε απ' τα βλογούδια, είπεν η πρεσβυτέρα. Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον.

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

Ως και τα δερμάτια τα μισοφάγανε . . . τα κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκικο . . . Ούτ' ένα τουλούμι δε μπόρεσα να γλυτώσω . . . Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! — Δεκαοχτώ τουλούμια! επανέλαβε μετά θαυμασμού είς των ακροατών. — Δεκαοχτώ τουλούμια, σωστά! Τα ξέρασε το μάτι της λίμνης! Τα ξεφαντώσανε τα χέλια και τα κεφαλόπουλα!

Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν. Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον ωραίον αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του, και όταν ακόμη έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός. — Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου, ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον.

Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.

Και επειδή ουδείς εξήρχετο εναντίον αυτών, απεχώρησαν και έκτισαν εις Λάβδαλον, επί της κορυφής των κρημνών των Επιπολών, φρούριον βλέπον προς τα Μέγαρα, το οποίον έμελλε να χρησιμεύση ως αποθήκη διά το υλικόν του πολέμου και διά τα χρήματα οσάκις επλησίαζαν εις τας Συρακούσας, είτε διά να πολεμήσουν είτε διά να εγείρουν φρούρια κατ' αυτών.

Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν.