Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Είδε τη Νοέμι που έτρεμε και ακούμπησε κι εκείνος το χέρι του στον τοίχο, πλάι στο δικό της.
Ασημένιο καλαμάρι και μαλαματένια κοντυλοθήκη στη μέση, ζώνη ολόχρυση, και κάμποσα άλλα πολύτιμα και βασιλικά στολίδια. Σαν έμπαινε στο χρυσό κι αψηλόστεκό του αμάξι να ξεκινήση, καταστόλιστοι δορυφόροι τονέ συνόδευαν, και κράχτης ξεσπαθωμένος έτρεχε από μπρος φωνάζοντας νανοίξουνε τόπο. Και σαν παρουσιάζουνταν πουθενά, όλοι γονάτιζαν. Έπαρχο δικό της η Κωσταντινούπολη στην αρχή δεν είχε.
— Όλα θα παν καλά, απαντούσε ο Αγαθούλης· ήδη η θάλασσα αυτού του νέου κόσμου είναι καλύτερη από τις θάλασσες της Ευρώπης μας· είναι πιο γαλήνια και οι άνεμοι σταθερώτεροι. Ασφαλώς ο νέος κόσμος είναι ο καλύτερος των κόσμων. — Άμποτες! έλεγεν η Κυνεγόνδη· υπήρξα έως τώρα τόσο φριχτά δυστυχής στο δικό μας, ώστε η καρδιά μου σχεδόν είναι κλεισμένη στις ελπίδες.
Πώς τάχα έκρυβα κ' εγώ τον γάμο μου μ' εκείνον και στα κρυφά σε σκότωνα; για όφελος δικό σου σε παραδίνει τώρ' αυτός 'ς έναν πατέρα ξένο. ΙΩΝ Μα τέτοια λόγια δεν μπορούν εμένα να με πείσουν• θα έμβω μέσα στο ναό το Φοίβο να ρωτήσω, αν απ' αυτόν γεννήθηκα ή από θνητόν πατέρα.
— Πηγαίνομε σ' άλλον κόσμο, έλεγεν ο Αγαθούλης: σ' αυτόν, χωρίς αμφιβολία, όλα θάναι άριστα, γιατί πρέπει να ομολογήσομε, πως μπορεί κανείς να κλαίη λιγάκι με ό,τι γίνεται στο δικό μας από άποψη φυσική και ηθική. — Σας αγαπώ μ' όλη μου την καρδιά, έλεγε η Κυνεγόνδη· μα έχω ακόμα την ψυχή μου κατατρομαγμένη από ό,τι είδα κι' από ό,τι έπαθα.
ΚΡΕΩΝ Και τι ζητάς; από τας Θήβας να με βγάλης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Καθόλου. Θέλω θάνατον να σου χαρίσω. ΚΡΕΩΝ Πρόθυμα, μόνον ένοχος δείξε πως είμαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πίστιν στα μάταια λόγια σου γιατί να δώσω; ΚΡΕΩΝ Σε βλέπω κ’ είσαι αστόχαστος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για το συμφέρον μου φαίνεται πως σκέπτομαι καλά. ΚΡΕΩΝ Μα πρέπει να μην αμελής και το δικό μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ναι. Μα το φυσικό σου κακό θα ’ναι!
— Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.
Κράζει τότε ο Αλήπασσας τον Καραϊσκάκη και θυμωμένος του λέει· — Τι έκαμες, ωρέ Παλιόγυφτο, 'σ το γυιό το δικό μου; — Τίποτα, πασσά μου, λέει ο Καραϊσκάκης. Δεν τόθελα. Τότε πέρναγε ο γυιός σου ο Μουχτάρ πασσάς και θύμωσε. Τι φταίω 'γώ, ο μαύρος; . . . Ο Αλήπασσας έσκασε τα γέλοια. — Πώς έκαμες, ωρέ μπίρο μ'; Κάμε το πάλε, ωρέ! — Έτσι, πασσά μου . . .
Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμένα 'ς εσέ φανερωμένα,— γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι, ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα, να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα, και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου, και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.
Το φταίσμα είναι δικό σου. ΑΛΟΝΖ. Δικός μου και ο ακριβώτερος χαμός. ΓΟΝΖ. Κύριέ μου Σεβαστιανέ, της αλήθειας, που φλέγεις, λείπει κομμάτι ο ευγενικός ο τρόπος, και ο καιρός· τρίβεις την πληγή, ενώ έπρεπε να την γλυκάνης. ΣΕΒΑΣΤ. Εξαίρετα. ΑΝΤΩΝ. Και ωσάν άξιος χειρουργός. ΓΟΝΖ. Μαυρίλα έχομεν όλοι μας, Κύριε, όταν είσαι συγνεφιασμένος. ΣΕΒΑΣΤ. Μαυρίλα; ΑΝΤΩΝ. Μαύρη και σκοτεινή!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν