United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε βαρέθηκα να σε βλέπω...» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρη η γυναίκα σου!...» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν... Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα νάχη τόνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμμένος.

Εάν δε κανείς σε δείρη ή σε βασανίση, να μη το θεωρής δυσάρεστον. ΑΓΟΡ. Τι λες; Να μη πονώ όταν με δέρνουν; Δεν έχω το δέρμα της χελώνης ή του κάβουρα. ΔΙΟΓ. Ν' ακολουθής με μικράν παραλλαγήν εκείνο που είπεν ο Ευριπίδης. ΑΓΟΡ. Τι;

Ο Κώστας, καθά διηγούντο, είχε γείνει ποτέ αράπης μελανωμένος την νύκτα, διά να ενεδρεύση και δείρη ένα κάποιον Γούμενον, όστις είχεν έλθει στο μοναστήρι μεταπομπαίος υπό του Επισκόπου, επειδή ο ξένος καλόγερος διεμαρτύρετο κατά του Βαβήλα διά την καταβόσκησιν των κτημάτων της Μονής. Όταν συνηντώντο εις την βρύσιν του Άι-Λιά, — Τώκαμες πάλι το θάμμα σου, πουλί παραδερμένο, άρχιζεν ο Γιώργης.

Τότε λοιπόν θέλεις να σου ειπώ πώς φρονώ ότι είναι δίκαιον να με δείρη, εάν δώσω τοιαύτην απάντησιν; Ή μήπως και συ θα με δείρης αδικάστως; Ή θα παραδεχθής να εξηγηθώ; Ιππίας. Θα ήτο φρικώδες, καλέ Σωκράτη, να μη δεχθώ. Αλλά πώς το εννοείς; Σωκράτης.

Και έτσι λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε που να την δείρη.

Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και εγερθείς κατέλιπε την κλίνην. — Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας; — Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων την χείρα κατά της συζύγου του. — Θέλεις και να με δείρης; Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα τέκνων του!

Ουδέ του Θυέστου, όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ' η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ' ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ' αυτού του κ. Φαβρικίου.

Η μητέρα του τονέ φοβέριζε συχνά πως θα τον δείρη, μα και συχνά βεβαίωνε και μένα πως είταν άξια να ξεσκίση εκείνον που θα τολμούσε ναγγίξη με το χέρι του τον Σβεν.

Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του.

Εάν δε δούλος φονεύση ελεύθερον εκουσίως είτε ιδιοχείρως είτε εκ προμελέτης και καταδικασθή, τότε ο κοινός δήμιος της πόλεως ας τον οδηγήση πλησίον εις το μνήμα του αποθανόντος, από μέρος όπου φαίνεται ο τύμβος του, και αφού τον δείρη όσας φοράς διατάξη ο κερδίσας την δίκην, εάν εξακολουθή να ζη ο φονεύς, τότε ας τον θανατώση.