Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Άρχισε να βαραίνη τώρα ολόγυρα η λύπη που τη σέρνει πίσω του το κάθε γλέντι, η κάθε δυνατή χαρά Ο ήλιος έκατσε, δεν πάμε να κάτσωμε κ’ εμείς σε κανένα ζαχαροπλαστείο; ξεροστάλιασα στα πόδια μου! είπε ο «χοντρέλης» που τον έλεγαν Περικλή κ’ ήτονε μαραγκός.

Βρίσκοντας αφορμή το κεφάλι του που πονούσε, λέει, από την αποψεσινή την αγρυπνία, τράβηξε αυτός ίσια σπίτι του. Οι άλλοι όλοι μπήκανε στης Μιχάλαινας. Είταν εκεί μαζεμένες και μερικές αξαδέρφες, αντραδέρφες, γυναικαδέρφες, και συννυφάδες, προσμένοντας τους άντρες τους από το καπελιό. Μεγάλο γλέντι δεν έγινε, ξαποσταμένοι όντας οι πιώτεροι από ταπονύχτερα ξεφαντώματα.

Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης είταν πρώτ' αξαδέρφια συγγένεια, μα στην αγάπη και στην ξεφαντωσιά πιώτερο παρ' αδέρφια. Τίποτις δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπή του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι είτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ' όλα τους.

Μα, παιδιά μου. δεν έχω φωνή για τραγούδι. Β’ Παλικ. Γ' Παλικ. Άλλο ένα κρασί θέλει, λέει. Κρασί, κρασί φέρτε του! Στεφ. Εσείς βαλθήκετε και καλά να με μεθήστε απόψε. Όλοι. Το τραγούδι τώρα, το τραγούδι! Στεφ. Βαριά και λαβωμένη καρδιά, τραγούδα τους να κάμουνε γλέντι με τα βάσανά σου. Κι απ' την αγάπη το τραγούδι. Στεφ.

Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού. Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια.

Το καλύβι σκουπισμένο, ο σιτοβολώνας απάνω χωρισμένος σε δυο καμαράκια, οι τοίχοι ασβεστωμένοι, τ' αργαλειά κρεμασμένα τριγύρω, το τουφέκι, ο πεζόβολας, τα παραγάδια, ταγκίστρια, όλα στον τόπο τους.... καθετίς εδώ είτανε γλέντι, ως κ' η δουλειά μας.... Αυτό το μικρό χωραφάκι με τις συκιές του, με τις κληματαριές του, και μ' ένα περιβολάκι κοντά στη βρύση, είταν η σερμαγιά μας.

Ως κ' οι κακογεράματοι γέροι, που τις μύξες τους έτρωγαν, τα πόδια τους να πάρουν δε μπορούσαν, κ' εκείνοι ακόμα εξεκίνησαν ναρθούν. Πανηγύρι, γλέντι, κοσμοχαλασμός μέσα κ' έξω. Ο πάγκος με τα μπουκάλια ταδιανά και τους ξεθωριασμένους &Αριστοφάνηδες& γύρω στολισμένος, έκανε τόρα χρέη θεωρείου. Ντροπαλές, μισοκρυμένες είχαν τρυπώσει από νωρίς όλες οι γειτόνισσες κ' οι καλές γειτονοπούλες του Γιάνη.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν