Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τόμ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά Γιαννού . . . Ο Γεραμπής σε στέλνει! — Τι λες γυιε μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα. — Καλά που σ' εσταύρωσα! είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα, που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζλιά αλάργα!

Α! τι λαμπρά θα ήτο και αυτή εντός της περιοχής εκείνης, εντός της γαλήνης, και της απολαύσεως, αγαπώσα και αγαπωμένη υπό του Γιάννου!

Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Και τούτο όχι από ελαφρότητά τινα συνήθη εις την ηλικίαν της· τουναντίον αύτη ήτο κόρη σοβαρά και εμβριθής, χαρακτήρος τολμηρού και αποφασιστικού. Αλλά δεν έκαμνε τας σκέψεις του Γιάννου. Της ήρκεσεν ότι έμαθε πως ο Γιάννος υπέφερεν εκεί, πως κάτι σπουδαίον έπασχεν από την μητέρα της και την εμίσησεν ευθύς.

Όσον ηύξανεν η οικογένεια, τόσον ηύξανον και τα «φαρμάκια». Ναι, από τας ιδίας οικονομίας της είχεν αποκτήσει την μικράν οικίαν η Γιαννού, και όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της.

Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κυττάζη ανήσυχος από το παράθυρον. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκύτταζε, δεν έβλεπε τίποτε.

Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού. Είτα ανήσυχος ηρώτησε·Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης; — Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . . — Έμαθες τίποτα;

Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρά Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει. Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε·Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα. — Νάχης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.

Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!

Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν· Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε! — Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου. — Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν