Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.
Η πρώτη λύπη του Γιάννου ήτο όταν έχασε τον πατέρα του, δεκαετής, Αλλά τα δάκρυά του εχύνοντο και τότε μαζί με τα δάκρυα της Μάρως· οι στεναγμοί του, οι πόνοι του, αι δεήσεις του συνωδεύοντο υπ' αυτής.
— Αλήθεια; . . . Ω, αμαρτίες! . . . και πότε έγεινε αυτό; — Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια Γιαννού!
Τόμ' σ' απείκασα μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα! . . . Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρά Γιαννού μ'! — Τι τρέχει παιδί μου; — Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε, να' χω το συμπάθεια, θεια Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι!
Φτερανεμίστηκε η χαρά, θρονιάστηκεν η λύπη Έπαψαν τα λαλούμενα και τα γλυκά τραγούδια Κι’ ο Γιάννος πο τη λύπη του και την απελπισιά του Έπεσε αμέσως άρρωστος βαρυά για να πεθάνη. Δέκα γιατροί μπαινόβγαιναν, και δέκα παραστέκαν Στου Γιάννου το προσκέφαλο, στου Γιάννου το κρεβάτι, Και γιατρικό δεν βρίσκονταν και βότανο κανένα της πονεμένης του καρδιάς τον πόνο να γιατρέψη.
Όξου από λόου σου, νάχω το συμπάθειο . . . Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη . . . Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρά Γιαννού μ'! Μονάχα να την θωρήσης ν' αγροικήσης σε τι χάλι βρίσκεται . . . Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα. — Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.
Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα, Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει, Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον, Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης, Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του, Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης, Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.
Εις το μέρος εκείνο εσύχναζον πολλοί, άνθρωποι, βοσκοί και 'ξωμερίται κι' άλλοι. Η Γιαννού ήθελεν όσον το δυνατόν να μείνη αόρατος. Εκατηφόρισεν ακόμη, εισήλθεν εις το κάτω ρεύμα το βαθύ, το βαίνον προς την θάλασσαν, το καλούμενον Λεχούνι. Εκεί έφθασε μικρόν προ της ανατολής του ηλίου.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν. Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν