United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σηκώθηκε. Δρασκέλισε το λοφάκι πούκανε το κορμάκι της Λιόλιας κάτω απ’ το πάπλωμα. . και της έδωσε να πιή λίγο γάλα. Θα σου φέρω αύριο πάλι το γιατρό να δούμε τι θα κάνουμε ! της είπε τελευταίο. Έπειτα ξανάπεσε κι αποκοιμήθηκε στο λεφτό.

Και πώς να έχης την καρδιάν, εσύ ιερωμένος, εσύ πατήρ πνευματικός, που δίδεις ευλογίας και αμαρτίας συγχωρείς, συ ο καλός μου φίλος, να μου συντρίβης την καρδιάν μ' αυτήν την εξορίαν; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω άνθρωπε αστόχαστε κ' ερωτοπληγωμένε, δεν θα μ' ακούσης; ΡΩΜΑΙΟΣ Θα μου ‘πής και πάλιν εξορίαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την πανοπλίαν θα σου ‘πώ που πρέπει να φορέσης φιλοσοφίαν! Είν' αυτή γλυκύ της πίκρας γάλα.

Διότι η μήτηρ της, από μικράν, είχε ποτίσει αυτήν, το φιδόχορτον, την λευκήν εκείνην, ως άλευρον κόνιν, ην επώλουν διερχόμενοι από τα γρέκια των πλάνητες φαρμακευταί και ήτις έχει την δύναμιν να κάμνη αβλαβή ως γάλα και το δριμύτερον φαρμάκι των.

Αλλά ενώ τα ηύρες, συ χάνεσαι! — Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει· πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζετα 'μάτια το παιδί μου θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον, καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό! ΜΑΚΒΕΘ Κι' αν αποτύχω; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου και δεν αποτυγχάνομεν.

Τα βλαχόπουλα διεσπαρμένα εσύναζον φρύγανα και ξηρούς κλάδους, τους οποίους έρριπτον εις δύο μεγάλας φωτοβολούσας πέριξ πυράς, όπου θα έβραζε το γάλα, και τα μικρά επί κινητών λίκνων, ανηρτημένων από τους κλάδους των πέριξ αγριαπιδιών, ήνοιγον έκπληκτα τους οφθαλμούς προς τα μαγευτικά χρώματα της χαραυγής κ' εναναρίζοντο μόνα των ευαρέστως.

Μότ' παραστράτησες απού τν ισιάδα, μότ' τη μόλεψες την τέχν' και του βιο σ', πλάκωσε του κακό, κι μότ' πλακώσ' τόνα, καρτέρ' κι τ' άλλου. Ιγώ πουτές δεν του χαλάου του γάλα μ, κι γι' αυτό ούτε του χάνου πουτές, ούτε κι τα πράταμ' παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε του γειτουνά μας του Μπράχου· είχινε ζλέψ', μούλεγε, ψλά σπίτια και γρόσια πουλλά. Χάλασε του γάλα τ' για να κιρδέν' πλισσότερα.

Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα.

Εκείνη μαζεύοντας βούρλα έπλεκεν ακριδοπαγίδες· κ' έχοντας σε τούτο το νου της, παραμελούσε το κοπάδι. Εκείνος, αφού έκοφτε καλάμια ψιλά και τρυπούσε τα χωρίσματα στους κόμπους και τα κολλούσε τόνα με τάλλο με μαλακό κερί, γυμνάζονταν ως στο βράδυ να μάθη σουραύλι. Και καμιά φορά έπιναν γάλα και κρασί και μοιράζονταν τις θροφές πούφερναν από το σπίτι τους.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.

Διότι και όταν ακούη να εγκωμιάζεται ηγεμών ή βασιλεύς νομίζει ότι ακούει να καλοτυχίζουν κανένα χοιροβοσκόν ή ποιμένα, διότι αρμέγει πολύ γάλα. Νομίζει μάλιστα ότι αυτοί οι βασιλείς βόσκουν ένα ζώον δυστροπώτερον και επιφοβώτερον από εκείνα και επειδή δεν έχουν καιρόν να παιδευθούν, γίνονται κατ' ανάγκην όχι ολιγώτερον αγροίκοι και απαίδευτοι από τους βοσκούς.