Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Ηγνόουν αν έπραττον καλλίτερον να είπω την αλήθειαν ή να ψευσθώ μάλλον. Τέλος απεφάσισα το δεύτερον. — Δεν είδα καμμίαν μικράν κόρην, απήντησα. Ο άγνωστος έδειξε διά του βλέμματος ότι δεν μ' επίστευε. — Και πού είνε τώρα αυτή; είπε· πού την έχεις; — Ποίαν; — Η μικρή κόρη, οπού σου έφεραν. Εξεπλάγην διά την επιμονήν του ανθρώπου.

Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων «συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα, την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου.

Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου, και εταπείνωσε τους οφθαλμούς. — Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη. — Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά. — Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη. — Και πώς με γνωρίζετε;

Οι λαμπροί αυτού οφθαλμοί, οι προ των στοίχων και των προς μάχην παρατεταγμένων φαλαγγών απαστράπτοντες άλλοτε ως ο θωρακοφόρος Άρης, στρέφουσι τώρα και συγκεντρώνουν όλην την δύναμιν του βλέμματος επί μελαγχροινού μετώπου, η δε αρηίφιλος καρδία του, ήτις κατά τον αλαλαγμόν των φονικών μαχών κατέθραυε τας πόρπας του θώρακος, απέβαλε πάσαν ορμήν και κατέστη φυσητήρ και ριπίδιον αερίζον της Αιγυπτίας την ακολασίαν!

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Και η Μάρω ητένιζεν αυτόν τρυφερώς, περιλαμβάνουσα αυτόν ολόκληρον εντός του βλέμματός της, μη κινουμένη καθόλου, τρέμουσα μήπως τον χάση. . . Μετ' ολίγον ο οφθαλμός της εσπαρτάρισε, τα εν τω δωματίω της παρεστάθησαν αμυδρά, συγκεχυμένα, κάτι ωσεί κινουμένη άμμος και τέλος ο οφθαλμός εκλείσθη κουρασθείς. Μικρόν κατά μικρόν κάρωσίς τις κατέλαβε τα μέλη της και απεκοιμήθη εκεί.

Το τέχνασμα επέτυχε θαυμασίως και το έργον συνετελέσθη εντός της νυκτός· αι δε πρωιναί του ηλίου ακτίνες εφώτισαν Αφροδίτην τόσον ωραίαν, ώστε ήθελεν ειπή τις αυτήν ουχί λίθον υπό αριστοτέχνου ζωογονηθέντα, αλλ' αληθή θεάν μετά του βλέμματος και του μειδιάματος και των παλμών αυτής πάντων απολιθωθείσαν.

Μου απαντά διά του βλέμματος: — Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί. Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως: — Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι. Απαντώ στενάζων: — Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.

Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ράβδω την δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονήν των Χριστογέννων. Η θειά το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν