Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Α' ΑΝΗΡ Κι' αλλοιώτικα μπορεί; αυτούς τους δυο τους τρίποδες θα βάλω και θα φύγω. Β' ΑΝΗΡ Τι κουταμάρα! μα γιατί δεν περιμένεις λίγο, να ιδής το τι σκοπεύουνε να κάμουν' κ'οι άλλοι, όπου και τότε πάλι. . .. Α' ΑΝΗΡ Να κάμω τι; Β' ΑΝΗΡ Περίμενε κ' εξέτασε ακόμη. Α' ΑΝΗΡ γιατί λοιπόν;

Αυτόν θέλω τον κρύψει εις ένα τόπον που να μην φανερωθή ποτέ, και με τούτο το μέσον θέλεις μένει εις τον θρόνον σου, και θέλεις κυριεύσει και όλα τα πλούτη αυτουνού· επειδή και ωσάν τον βάλω εις τας χείρας μου θέλω του κάμει τόσες τυραννίες, που να τον υποχρεώσω να μου φανερώση τον θησαυρόν του.

Έλαβα μηχανικώς το καρφίον, το οποίον είχε πέσει επί της κλίνης και επροσπάθησα να το βάλω εις την προτέραν θέσιν του. Η εργασία αύτη με απησχόλησεν επί τινας στιγμάς. — Ιδού, είπα, διωρθώθη το πράγμα και δεν θα εννοήσουν αύριον ότι διεσκεδάσαμεν την νύκτα αποκαλύπτοντες τα μυστικά των. — Τι ήθελες να με φέρης εις αυτό το κατηραμένον μέρος! υπέλαβεν ο Νίκος.

Εάν τω όντι μ' αγαπάς, Ρωμαίε, τιμημένα, κ' είν' ο σκοπός σου στέφανα και γάμος, μήνυσέ μου με κάποιον, οπού αύριον εγώ θα σου τον στείλω, το πού και πότ' επιθυμείς η τελετή να γίνη, κ' είμ' έτοιμη την τύχην μου ‘ς τα χέρια σου να βάλω και εις τα πέρατα της γης να σε ακολουθήσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν. Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έφθασα. — Αλλά εάν κακόν ‘ς τον νουν σου επέρασε, παρακαλώ... ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.

Ή να την βάλω μέσα εις το δωμάτιον της πεθαμένης; Τότε πρέπει και το κρεββάτι της εκείνης να της δώσω. Αλλά διπλή κατακραυγή φοβούμαι πως θα μ' εύρη πρώτον κανείς από τον λαόν μην πη ότι προδίδω αυτήν που με ευεργέτησε, αν μοιρασθώ με άλλην την κλίνη μου, και δεύτερον κι' αυτή η πεθαμμένη. Και ξέρεις πόσον άξια του σεβασμού μου είναι. Πρέπει βεβαίως με φρόνησιν να ενεργώ.

Κ' έπειτα πως να θρέψω μια νέα γυναίκα μέσα εδώ, γιατί γυναίκα νέα απ' τα στολίδια φαίνεται κ' απ' τα φορέματά της. Πού να την βάλω; Βέβαια μέσα στους άνδρες όχι. Πώς μέσ' στους νέους ημπορεί αγνή αυτή να μείνη; Δεν είναι εύκολο, Ηρακλή, τον νέον να συγκρατήσης κ' εγώ για το συμφέρον σου φροντίζω.

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

Αν θέλετετα σίδερα να μη σας βάλω όλους, απ' τ' άνομα τα χέρια σας πετάξετετο χώμα αυτά τ' ανόσια σπαθιά, 'ς το έγκλημα βαμμένα, κι' ακούσατε τον ορισμόν και την απόφασίν μου.

Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον. — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε; — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν