Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Είμουν τότες αλλού. Στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη. Είμουν και γω σαν τους άλλους. Θα καταλάβουν πως είχα δίκιο. Όλα θα τα καταστρώσω με τη σειρά τους στο χαρτί. Πρέπει πια και κείνοι να κρίνουν ίσια τα πράματα, ίσια και σωστά σαν και μένα. Και τότες θα μ' αφήσουν, και θα πέση το ντουβάρι και θα με βγάλουν όξω, όξω στα ηλιοπερέχυτα τα περιβόλια.
Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με!»
— Έχουμε κατάρα εμείς· έχουμε κατάρ' από το θεό! απαντούσαν εκείνοι χασκογελώντας πικρά. Μας διώχνει το χώμα μας σαν τους αφωρεσμένους. Μόνον ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρος δεν ξενιτεύτηκαν. Όχι δεν ξενιτεύτηκαν, μα ούτε το σκέφτηκαν τέτοιο πράμα. Πεινασμένοι — χορτασμένοι αποφάσισαν να μην αρνηθούν τους προγονικούς αφεντάδες τους. Το είχαν γι' ατιμία να τους αφήσουν τώρα στη φτώχια τους.
Συνέβαινε δε ο μεν Δημοσθένης να είναι έχθιστος εις τους Λακεδαιμονίους ένεκα των εν τη Σφακτηρία συμβάντων, ο δε Νικίας λίαν αγαπητός διά τον αυτόν λόγον· διότι ο Νικίας μετά ζήλου ειργάσθη να συνομολογήσουν ειρήνην οι Αθηναίοι και ν' αφήσουν ελευθέρους τους εν τη νήσω αιχμαλωτισθέντας Λακεδαιμονίους.
Προς τι; Θα ήκουε τα ίδια και τα ίδια, θα εθύμωνε και Κύριος οίδε που ηδύνατο να τον φέρη ο θυμός. Και πάλιν μετ' ολίγας ημέρας θα είχαν τα ίδια, ένεκα της αυστηρότητος του Θωμά ή της δυστροπίας του Στρατή, διότι δεν ήτο δυνατόν να ζητήση από τους ανθρώπους να του αφήσουν την ελευθερίαν την οποίαν ήθελε.
Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι, όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.
Αφού είπεν αυτά ο Ερμοκράτης, επείσθησαν οι Συρακούσιοι και συνεφώνησαν μεταξύ των να απαλλαγούν του πολέμου, να διατηρήσουν όσα είχαν καθένας και να αφήσουν την Μοργαντίνην εις τους Καμαριναίους με τον όρον να πληρώσουν ούτοι εις τους Συρακούσιους ωρισμένην τινά χρηματικήν ποσότητα.
Οι Συρακούσιοι λοιπόν και οι σύμμαχοί των εσκέφθησαν ευλόγως ότι θα ήτο δι' αυτούς ένδοξον κατόρθωμα, μετά την ναυτικήν νίκην, να αιχμαλωτίσουν επί πλέον όλον τον πολυάριθμον στρατόν των Αθηναίων και να μη τον αφήσουν να διαφύγη ούτε διά ξηράς ούτε διά θαλάσσης.
Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και τα παράπονά της.
Ο Έφις έσφιγγε στα χέρια του ένα κομμάτι ψωμί και του φαινόταν πως έσφιγγε την ίδια του την καρδιά ταραγμένη από τις αναμνήσεις. «Και λένε πως πιστεύουν στο Θεό, αυτές! Γιατί δεν μ’ αφήνουν να παντρευτώ την γυναίκα που αγαπώ;» «Πάψε, Τζατσίντο! Μη μιλάς έτσι γι’ αυτές! Το καλό σου θέλουν.» «Να μ’ αφήσουν τότε να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν