United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εκείνη τη στιγμή τον έπιασε κάποιος απ’ τον αγκώνα: ένας φίλος που τώρα ότι είχ’ έρθει κ' ήτον όλο χαρά που τον εύρισκε εδώ-ο Ντίνος-ένα παιδί γλυκό με δυο μάτια σαν ελίτσες που δεν άφηναν καθόλου ασπράδι στις άκρες, ψηλούτσικος, με μια μέση τόση δα, που περπατούσε ίσιος-ίσιος σα λαμπάδα. Δες πως γλάρωναν τα μάτια της απ’ την ευχαρίστηση.

Έρχονταν καβάλα στα άλογα, αγέρωχοι και μελαχρινοί οι άντρες, ζωσμένοι με τα μακριά τους μαχαίρια σε δερμάτινες στολισμένες θήκες∙ οι νέοι ψηλοί, με τα δόντια και το ασπράδι των ματιών τους που έλαμπαν, ευκίνητοι σαν βεδουίνοι∙ τα κορίτσια ευλύγιστα και ευχάριστα όπως οι βιβλικές μορφές που ανέφερε ο τυφλός.

Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του. Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα.

Σαν άκουσε να την ονοματίζουν για να πήγαινε στο χορό, έσκυψε το κεφάλι της ίσαμε το πιατάκι κι άλλαξ’ εκατό χρώματα Ο Μίμης, που όσο μιλούσε της έρριχνε κι από μια ματιά κατάμαυρη και γυαλιστερή και την κύτταζε ακόμα με τα πρισμένα χείλια του τα ηδονικά, είπε τότε: Σας αρέσει ο χορός Ματμαζέλ; Βάζω στοίχημα, θα χορεύετε σα νεράιδα ! Σας αγκαζάρω απ' τα τώρα για ένα βαλσάκι. . . Ελάτε, πέστε δα κ' εσείς του Νίκου να σας κάμη τη χάρη !. . για ένα γυράκι μονάχα. . . Φεύγετ’ αμέσως!. . . Η Λιόλια όλο και ξεροκοκκίνιζε κ' έμενε σκυμμένη . . . Με μιας σήκωσε ταθώα και γλυκά της μάτια που οι κόρες τους ήτανε χρυσαφένιες σαν τα τζίτζιφα και κολυμπάγανε μες το ασπράδι, το υγρό και μπλου, σα μέσα σ' ένα πέλαγος αυγινό, σε κάποιον ουρανό χλωμό. . κι ανεβασμένες στα μεσούρανα απόμεναν κρυμμένες ως τη μέση κάτω απ' τα ματόφυλλα, σα να δειλιάζανε να χύσουν όλο τους το φως . . Σήκωσε τα χρυσά της μάτια η Λιόλια κατά το Νίκο, μα δεν είπε τίποτα, παρά, λες και τρόμαξε απ’ την αντιφεγγιά που είδε να πέση στου Νίκου το πρόσωπο, ξανάσκυψε απάνω στο πιατάκι της. . και ψάρευε κάτι ψιχουλάκια με την άκρη του κουταλιού της. . . Θέλεις, Λιόλια, να χορέψης λιγάκι; την αρώτησε ο Νίκος.

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

α’ ΥΠΗΡ. Πήγαινε συ. Από ξαντό κ' από αυγού ασπράδι εγώ θα κάμω αλοιφήν ν' αλείψω ταις πληγαίς του. Να ελεήσουν οι θεοί τον άτυχον τον γέρον! Εξέρχονται εκατέρωθεν. Εξοχή άδενδρος. Καλλίτερα η τύχη μου η καταφρονημένη παρά η καταφρόνησις με ψευτοκολακείαν! Της Μοίρας τ' απορριξιμιό, όσον βαθειά κι' αν πέση, δεν έχει τι να φοβηθή κ' ενόσω ζη ελπίζει.