Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Μετά ταύτα υπάνδρευσα τον υιόν μου με την κόρην του ζευγίτου κατά την υπόσχεση μου και μετ' ολίγον καιρόν που συνέβη του υιού μου και εχήρευσεν, αυτός απήλθεν εις ταξείδι, και έως τώρα επέρασαν τόσοι χρόνοι και καμμίαν είδησιν μη λαμβάνοντας δι' αυτόν απεφάσισα να διαβώ εις διαφόρους τόπους εις αναζήτησίν του· και μην εμπιστευόμενος εις άλλον ταύτην την γυναίκα μου την έλαφον την φέρω μαζί μου όπου πηγαίνω.
— Πάμε, είπε και ο ξένος. Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον. Τα όνειρα του Μάχτου. Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου.
Χωρίς να δώση προσοχήν εις τους δύο ανθρώπους ή εις την κραυγήν των, απήλθεν εις την οικίαν εν η έμενε· και μόνον αφού Τον ηκολούθησαν εντός της οικίας, εδοκίμασε την πίστιν των διά της ερωτήσεως. «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» Εκείνοι απήντησαν, «Ναι, Κύριε». Τότε έψαυσε τους οφθαλμούς των λέγων, «Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Και οι οφθαλμοί των ηνοίχθησαν.
Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της.
Ο αρχηγός, στραφείς προς τον ιππότην, είπεν· — Ετοίμασε τους ανθρώπους σου. Ιππεύσατε και υπάγετε με τον καλόν τούτον άνθρωπον, όπου σας οδηγήση. — Ορισμός σας, αρχηγέ, απήντησεν ευπειθώς ο ιππότης. Και στραφείς απήλθεν, ακολουθούμενος υπό του βοσκού. Τρεις ημέραι παρήλθον. Κατειχόμην υπό μεγίστης ανυπομονησίας, όπως μάθω το αποτέλεσμα της εκστρατείας ταύτης.
— Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα. Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο. — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι άνθος εξέλεγες; Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς: — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.
Οι καπνοί που την εσκότιζον πριν, διελύοντο και τώρα έβλεπε καθαρά ενώπιόν της. Πολύ δίκαιον είχεν ο πατήρ της, όστις, αφού την εχειραγώγησε και την ενίσχυσεν, απήλθεν εκ του κόσμου τούτου, βέβαιος περί του έργου του. Η ασθένεια της Αρσινόης βαθμηδόν υπεχώρει, δεν θα παρήρχετό δε πολύς καιρός και η ίασις θα ήτο εντελής.
Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν: — Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα. Εβράδυασε πλέον.
Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν· — Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.
Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν. Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως. Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε. — Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα. — Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν