Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.
Το φαντάζονται ως μικρό θάμνο με λουλούδια κίτρινα, σα φλωρί, και φύλλα άσπρα, σαν ασήμι, και πιστεύουν, ότι δε στεγνόνει ποτέ, σαν τ’ άλλα τα φυτά, ούτε αλλάζει τα φύλλα του. Θεωρείται ως σπανιώτατο φυτό, ότι βρίσκεται σ’ άβατους γκρεμούς, απάτητα σπήλια και μακρυνά κι’ υπέρψηλα βουνά, κι’ ότι κοντά σ’ αυτές όλες τες δυσκολίες το φυλάει κι’ ένας τρομερός Δράκοντας.
Να περπατούμε της ερμιαίς, τ' απάτητά τα δάση, Πούναι τα γάργαρα νερά, τ' αμάζευτα λουλούδια, Που κελαϊδούν ανύποπτα η πέρδικες, τ' αηδόνια. Από τον κόσμο να χαθή, να σβύση τ' όνομά μας, Κι' ο κόσμος πάλι να χαθή, να σβύση απ' την καρδιά μας. Κ' η ταιριασμένη αγάπη μας νάν' ένας κόσμος άλλος. Να πάρουμ' από της μυρτιαίς, να πάρουμ' απ' της δάφναις. Να πλέξουμε μια χαμηλή μόνο για εμάς καλύβα.
Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη: — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα, Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια, Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια, Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο, Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει, Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο, Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο, Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα, Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω, Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κι' εμείς του Βασιληά την Κόρη. — Διωγμένη απ' τα παλάτια μου κι από τ' αρχοντικά μου, Όπου κι' αν 'δούν τα μάτια μου θα πάω να κατοικήσω, Ψηλά 'ς απάτητα βουνά, κάτου σε κάμπους έρμους. Σύντροφο νάχω το θηριό, μίλημα τ' αγριοπούλι. Κι' ανέβαινε η βασίλισσα μοιρολογώντας τέτοια Ένα ψήλο βουνόκορφο.
Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570 'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος• και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν