United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τον παγώνα του Ροδανού κατά μήκος εις τους πρόποδας του Σιμπλόν μεταξύ πολλών υψωμάτων βουνών, τα οποία διαδέχονται άλληλα, εκτείνεται η ευρεία του Βαλαί κοιλάς με τον κραταιόν ποταμόν της, τον Ροδανόν, όστις συχνά εξέρχεται από την κοίτην του και κατακλύζει αγρούς και οδούς, καταστρέφων τα πάντα.

Όθεν και τους αγρούς και τους κήπους του είχεν ανοικτούς εις τε τους συμπολίτας του και τους ξένους, όπως οι πτωχοί ελευθέρως λαμβάνωσιν εκ των καρπών και οπωρικών του· και καθ' ημέραν εις τον οίκον του είχε δείπνον λιτόν μεν, αλλ' άφθονον, όστις δε των πτωχών συνδημοτών του ήθελεν, ελευθέρως εισήρχετο και ανεξόδως εδείπνει.

Ηδύνατο να συμπαθή εις τας τέρψεις της, όπως ηδύνατο και να ιατρεύη τους πόνους της, και οι οφθαλμοί οίτινες εβράχησαν τοσάκις με δάκρυα καθώς είδον τας κακοπαθείας των πενθούντων πλησίον της επιθανατίου κλίνης, έλαμψαν ομοίως με ευμενέστερον βλέμμα καθώς παρηκολούθουν τας παιδιάς των ευτυχών μικρών της γης εις τους χλοάζοντας αγρούς και τας οδούς τας πολυανθρώπους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'. Άλλα θαύματα

Ταύτα ήσαν τα ωφελήματα εκείνου όστις είχε την διοίκησιν της Βαβυλώνος. Εις την Ασσυρίαν ολιγίστη πίπτει βροχή και αύτη, αρκεί διά να θρέψη την ρίζαν του σίτου· έπειτα όμως ποτίζουσι το φυτόν με ύδωρ του ποταμού και ο στάχυς δυναμούται και σχηματίζεται. Το πότισμα γίνεται διά χειρών ή διά μηχανών, και ουχί ως εις την Αίγυπτον, όπου ο Νείλος εκχειλίζει και ποτίζει τους αγρούς.

Άμα δε έμαθον οι Θηβαίοι τα γενόμενα, εσκέφθησαν να στήσουν ενέδραν κατά των έξω της πόλεως Πλαταιέων, διότι υπήρχον εις τους αγρούς πολλοί άνθρωποι με τα πράγματα των, μη προβλέποντες ότι ήθελέ ποτε συμβή το απροσδόκητον εκείνο κακόν εν καιρώ ειρήνης.

Σπανίως, άπαξ ή δις του έτους, περί το Πάσχα ιδίως, επηγαίνομεν προς αναψυχήν εις τα παρακείμενα χωρία, και τότε αναπνέοντες αέρα καθαρόν και βλέποντες δένδρα και αγρούς ενθυμούμεθα την Χίον και τον πύργον και τον κήπον μας, και μας εφαίνετο βαρύτερος τότε ο από της οικογενείας χωρισμός.

Βέβαιον είνε ότι από τούδε, εις πάντα σταθμόν του σταδίου Του, εις τους αγρούς, εις τας Συναγωγάς, εις τας εορτάς, εις τας οδοιπορίας, εις Καπερναούμ, εις Μάγδαλα, εν Περαία, εν Βηθανία, πανταχού Τον βλέπομεν να επιτηρήται, να στενοχωρήται, να επιτιμάται, να επερωτάται, να πειράζηται, να υβρίζηται, υπό των σκευωρών τούτων, των αντιπροσώπων των αρχόντων του έθνους Του, περί των οποίων επανειλημμένως μας λέγουν οι Ευαγγελισταί ότι δεν ήσαν εγχώριοι, αλλά «ελθόντες τινές από Ιεροσόλυμα.

Απέβησαν ούτοι εις την ξηράν και ωπλίσθησαν με χάλκινα όπλα, Αιγύπτιος δε τις όστις ποτέ δεν είχεν ιδεί ανθρώπους ωπλισμένους κατ' αυτόν τον τρόπον, έτρεξεν εις τα έλη διά να αναγγείλη εις τον Ψαμμίτιχον ότι χάλκινοι άνθρωποι, ελθόντες από την θάλασσαν, ελεηλάτουν τους αγρούς.

Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250 κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη• και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, πάντοτε νουν ευρετικόντα στήθη ανακινώντας• 255 «Για την Ιθάκην άκουσα καιτην πλατεία Κρήτη, απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'πουτην πλατεία Κρήτη 260 όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνατην ψυχή μου, και εις τους πολέμους των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη• ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265 εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν• καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι• μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270 και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώνταςτο πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275 αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν• κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα• λάμνοντας προχωρήσαμε με κόποτον λιμένα• για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280 αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι• εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο• από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, αυτού σιμά 'που επλάγιαζατον άμμο τους εθέσαν, κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».

Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' ελάγκευεν η καρδιά της. — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα; Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι. Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε.