Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του. — Δε σας τώπα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ' αφίνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Ε; Τα σκυλιά λυσσάγανε απ' τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ... γρρ... Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.
Τι να το κάνη αυτό το σκυλί που δεν μπορεί να μείνη ήσυχο, ένας άνθρωπος καταδιωγμένος; Στης πεδιάδες και στα δάση, σ' όλη τη χώρα του, ο Βασιληάς μας κυνηγάει: ο Χουσδάν με τα γαυγητά του θα μας προδώση. Α! η αγάπη κ' η ευγενική φύσι του τον έσπρωχναν εδώ να βρη το θάνατο. Μολαταύτα, πρέπει να φυλαχτούμε. Τι να κάνουμε; Συμβουλεύτε με!»
Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές των ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κορφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.
Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές τον ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κόρφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.
Και πάλε τότες που μαζευόντανε στην Κωσταντινούπολη Πρεσβείες από Ιντική, από Αιθιοπία, από τα Βορεινά, και τέλος από την Περσία, το φιλόδοξο αυτό Έθνος που ξανασήκωνε και τώρα κεφάλι και ξαναγύρευε παλιά μεγαλεία, έθνος που κάμποσες ακόμα φορές θα το δούμε στο δράμα της ιστορίας μας, μα που ο Κωσταντίνος με πιδέξια διπλωματική το κρατούσε ήσυχο για την ώρα.
Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.
Με έναν δρόμο τόσο επίπεδο και ήσυχο μπορεί κανείς να γυρίσει τον κόσμο σε μια μέρα. Ναι, η θεία Νοέμι έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν με είδε. Σίγουρα δεν με περίμενε και ίσως πίστευε ότι λάθεψα πόρτα!» Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της Γκριζέντα να σκιρτάει.
Το μικρό γλυκύ στόμα δεν έμενε ήσυχο ούτε μια στιγμή, και ό,τι έλεγε η Μπαμπέττα ηχούσε εις τα ώτα του Ρούντυ ως πράγμα μεγίστης σπουδαιότητος· και αυτός πάλιν διηγείτο, ό,τι είχε να διηγηθή· δηλαδή πόσας φοράς επήγεν εις το Βεξ, ότι εγνώριζε καλά τον Μύλον, και πόσας φοράς είχεν ιδεί την Μπαμπέτταν, ενώ αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ποτέ δεν τον είχε παρατηρήσει· και ότι τώρα τελευταίως, όταν επήγεν εις τον Μύλον και μάλιστα με πολλάς σκέψεις, τας οποίας δεν ηδύνατο να εκφράση, απουσίαζον αυτή και ο πατήρ της μακράν ταξειδιώται, αλλά μόλα ταύτα όχι τόσον μακράν, ώστε να μην ημπορή να σκαρφαλώση επάνω εις τα τείχη, τα οποία καθίστων την οδόν μακράν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν