United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.

Αλλά πώς τα έπραξεν αυτά, ενώ δεν είνε και πάρα πολύ ανδρείος; ΚΥΚΛ. Όταν επέστρεψα από την βοσκήν ευρήκα εις την σπηλιάν μου μερικούς οι οποίοι προφανώς είχαν έλθει διά να κλέψουν πρόβατα.

Ένας άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε.

Είχεν ακούσει πολλά να λέγουν γυναίκες ευλαβείς περί των αρετών του Γέροντος εκείνου, του παπ' Ακακίου, όστις προ ολίγου καιρού μόνον είχεν έλθει εις την νήσον, και είχε κατοικήσει εις τον Άγιον Σώστην, παλαιόν αναχωρητήριον μετά ερήμου ναΐσκου, το οποίον έκειτο επί μικρού θαλασσοπλήκτου βράχου, όστις απετέλει σκόπελον ή μικρόν νησίδιον παρά την βορείαν, μικρόν προς δυσμάς κλίνουσαν, κρημνώδη ακτήν, και με την άμπωτιν των υδάτων, το νησίδιον εγένετο μικρά χερσόνησος.

Και ευθύς που είπεν αυτά τα λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα.

Ανησυχούσε λοιπόν για το Δάφνη πώς θα μιλήση του αφέντη κ' έτρεμε η ψυχή της για το γάμο τους, μήπως τον ονειρεύονταν του κάκου. Και για τούτο αδιάκοπα ήτανε τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα σφιχτά σαν να ήτανε κολλημένοι· κ' ήτανε τα φιλιά φοβισμένα και τ' αγκαλιάσματα λυπημένα, σαν να είχεν έλθει τώρα ο αφέντης ή μπορούσε να τους ιδή. Μα κοντά στ' άλλα τους βρήκε και μια τέτοια σύχυση.

Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη. Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα της παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει.

Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.

Δεν τολμούσε, κυρίως επειδή δε ζητούσαν τη γνώμη του, έπειτα γιατί δεν ήθελε να έχει ενοχές∙ επιθυμούσε όμως να έλθει το παιδί. Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας. Μετά το θάνατο του ντον Τζάμε είχε μείνει με τις τρεις κυρίες για να τις βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα με τις μπερδεμένες τους υποθέσεις.

Έτσι ο δυστυχής Κουλούφ έπασχε διά να παρακινήση εις έλεος τους φίλους του διά να τον συντρέξουν, μα αυτός ωμιλούσεν εις τόσους κωφούς· άλλος μεν του έδειχνε πως του εκακοφαίνονταν να τον βλέπη εις αυτήν την κατάστασιν, και του έταζε να παρακαλέση τον Θεόν διά να τον βοηθήση· άλλος δε του έλεγεν ότι ας είχε γνώσιν να μην είχεν έλθει εις αυτήν την δυστυχίαν· και άλλος αντάμωνεν εις την απελπισίαν την αχαριστίαν, και του αρνούνταν ως και την παρηγορίαν να τον συμπαθήση και του εγύριζε τες πλάτες, και κοντολογής όλοι τον αποστρέφονταν, και πολλοί εκαμώνονταν πως δεν τον γνωρίζουν.