United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν. Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως.

Γιατί δυο χρόνια την τηρώτα μάτια της μ' αγάπη, Κι' ακόμα δεν της τώδειξα, και δεν της τώπα ακόμα. Πήραν τ' απόσκιατα ριζά κ' ετσάκισε το κάμμα, Βγήκε τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς κ' εδρόσισε τον κάμπο, Κ' η αργατειά ξανάσανε, κ' η ώμορφαις θερίστραις Έβγαλαν τα μαντήλια τους, κ' ελάμψαν η ωμορφιαίς τους Μέσατα στάχυα τα χρυσά σαν νάτανε Νεράιδες.

Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.

Δύσκολον τω όντι ήτο να μαντεύση πώς συνέβη να θεωρήσω άξιον φιλοφρονήσεων και φιλημάτων το κατόρθωμα της, να σπαταλήση το εισόδημά μας μιας εξαμηνίας εις διάστημα ολίγων ημερών. Μετ' ολίγον υπήγε να ετοιμασθή διά τον εσπερινόν περίπατον. Αλλ' ο ουρανός εθόλωσεν απροσδοκήτως· έλαμψαν αστραπαί και ήρχισε να βρέχη ποταμηδόν.

Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .

Τότε η Νοέμι γέλασε και τα γερά της δόντια έλαμψαν έως μέσα, όπως εκείνα ενός μικρού κοριτσιού που είναι πολύ χαρούμενο. Εκείνο το γέλιο τον πείραξε τον Έφις, τον θύμωσε, τον έκανε κακό και ψεύτη. «Κάτι ακόμη πιο σοβαρό, ντόνα Νοέμι! Ναι, με αναγκάζετε να σας το πω. Ο ντον Τζατσίντο απειλεί να γυρίσει εδώ…. Καταλαβαίνετε

Και πάραυτα ανεώχθησαν πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κ' έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο Μονογενής Υιός . .» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.

Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης. Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον.

Η κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ' εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! — Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Εθύμωσες μαζί μου! — Εγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Τι ιδέα! Και εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. — Εθύμωσα μαζί του! Τι ιδέα! — Και εγέλασεν εκ νέου.

Έλαμψαν οι οφθαλμοί του, μετεβλήθη η έκφρασις του προσώπου του, ουδ' επροσπάθει πλέον να φανή ως προσέχων εις τους λόγους του φίλου του, όστις εκείνην την στιγμήν αφηγείτο μετά ζέσεως τα επεισόδια προσφάτου γιγαντομαχίας μεταξύ δύο σοφών καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου.