United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κοιτάζαμε πέρα το πλατύ φιόρδ, που έζωνε όλην αυτή την αργοπορημένη άνοιξη, και χαιρόμαστε τους γλάρους που πετούσαν όπως μια φορά σε μακρουλά τόξα απάνω από το γαλανά νερό, χαιρόμαστε τα λευκά φτερά τους, που γυαλίζανε στον ήλιο, και σταθήκαμε να δούμε το παιγνίδι τους καλήτερα, καθώς βουτούσανε στον αέρα και φθάνανε στο νερό, στο μέρος, όπου το άγρυπνο μάτι τους ξάνοιγε τη λεία.

Αίθριος ο ουρανός σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πούλια εμεσουράνει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω.

Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματααυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκετην τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώτον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλοςάνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».

Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.

Τα άλλα δάχτυλά του, κόκκινα, συμπλέκονται με τη χρυσή αλυσίδα του ρολογιού. Κάθεται εκεί όλη την ημέρα για να κοιτάζει τους περαστικούς και να τους κοροϊδεύει. Πολλοί αλλάζουν δρόμο επειδή τον φοβούνται και το ίδιο κάνει και ο Έφις, για να φτάσει στο σπίτι της τοκογλύφου χωρίς να γίνει αντιληπτός. Μια αιμασιά από φραγκοσυκιές έζωνε σαν τοίχος βαρύς την αυλή της θεια Καλίνα.