United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατάλαβαν ότι πεινούσα και με κάλεσαν να περάσω στην τραπεζαρία. Εγώ, θυμάμαι, σηκώθηκα, αλλά ξαναέπεσα στο κάθισμα χτυπώντας το κεφάλι στη ράχη της πολυθρόνας. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι, στο σπίτι τους. Η υπηρέτρια μου έφερνε μια κούπα με ζωμό πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο και μου μιλούσε με μεγάλο σεβασμό.

Αφού τελείωσε, τι να τον περιμένουν; Άρχισαν ετοιμασίες για την κηδεία. Πρόφτασαν και κάλεσαν από το χωριό και τους δικούς του, όσοι δεν ήσαν κοντά του. Και στις τρεις ήτο σαβανωμένος. Αλλά μες στα μοιρολόγια των γυναικών κενώ ετοιμάζοντο να τον σηκώσουν, ο πεθαμένος κινήθηκε κιάνοιξε τα μάτια του. Αυτοί πούσκυβαν να τον σηκώσουν σύρθηκαν πίσω κιο θρήνος έπαψε.

Την άλλη μέρα ήταν πολύ άσχημα και κάλεσαν τον Dr. Locock του Hanover Square, για να την κυττάξη. Έζησε ίσαμε τη Δευτέρα, 20 του μηνός, οπότε ύστερ' από την πρωινήν επίσκεψη του γιατρού ο κ. και η κ. Wainewright της έφεραν λίγη μαρμελάδα φαρμακεμμένη κ' έπειτα βγήκαν έξω για περίπατο. Όταν εγύρισαν πίσω η Helen Abercrombie είχε πεθάνει.

Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι, που υπάρχει στην Ήπειρο, αναφερόμενο σ’ έναν Δίγιαννο, οποίος στη ρύμη των στίχων ονομάζεται Γιάννος, και αποδείχνει, ότι Γιάννος και Διγενής είνε το ίδιο: » Στην Άρτα τ’ άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο... » Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει » Όλον τον κόσμο κάλεσαν, τη γη την οικουμένη, » Το Δίγιαννο δεν κάλεσαν, πο τη κακογνωμιά του, » Γιατί σκοτόνει τους γαμπρούς και παίρνει τες νυφάδες. » Νάτος! κι’ ο Γιάννος πώφτασε...» κτλ.

Ομηρίδαι τινές , νομίζω, διηγούνται δύο στίχους εκ των αναφερομένων εις τον Έρωτα μυστικών επών, εκ των οποίων ο είς είναι πάρα πολύ υβριστικός και δεν είναι πολύ τέλειος εις το μέτρον εξυμνούσι δε ως εξής· Οι μεν θνητοί τον κάλεσαν Έρωτα φτερωτόν, Πτέρωτα όμως οι θεοί γιατί φτεροπετά.

Λοιπόν και εκείνο το οποίον ονομάζει τα πράγματα, δηλαδή αρχαϊκώς το &καλέσαν& και το &καλούν&, δεν είναι το ίδιον, δηλαδή διάνοια; Ερμογένης. Φαίνεται. Σωκράτης. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης. Και λοιπόν το ιατρικόν πράγμα δεν εκτελεί ιατρικά έργα και το ξυλουργικόν ξυλουργικά; Ή πώς εννοείς συ; Ερμογένης. Καθώς το είπες. Σωκράτης. Και το καλόν επομένως δεν εκτελεί καλά; Ερμογένης.

Τον κάλεσαν να δη την κόρη του Δεσποινιού, κιαφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστεια της ήτον απελπιστική κιότι λίγον καιρό είχε να ζήση. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ' η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε για την άμοιρη κοπελιά· μούπε πειο ορισμένα πράμματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστεια που δε γλυτόνει άθρωπος.

Η ιδέα ότι θα ξόδευαν λιγώτερα δεν τους αφήκε και να λογαριάσουν ότι ο δρόμος, όσο λίγος κιαν ήτο, θα χειροτέρευε τον άρρωστο. Ο γιατρός που τον κάλεσαν να τον κυτάξη είπε πως είχε πνευμονία. Είδε συνάμα πως η μύτη του ήτον κόκκινη και ρώτησε αν έπινε. — Ου! αποκρίθηκαν οι δικοί του, σταμνιά πίνει. Ο γιατρός έκαμε μορφασμό που σήμαινε: «Διάολε! αυτό 'νε κακό».