United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Ο Κατής εις τούτα και εις την θεωρίαν της ωραιότητος εκείνης έμεινε σκοτισμένος· μα την θυσίαν του βουνού της Μέκκας, εφώναξεν, εγώ δεν βλέπω εις εσέ κανένα ελάττωμα· το μέτωπόν σου ομοιάζει μία πλάκα ασήμι· τα φρύδια σου δύο δοξάρια, τα μάγουλά σου δύο τριαντάφυλλα, τα μάτιά σου δύο διαμάντια και κοντολογής είσαι μία Θεά.

Δε θα μας δώσει ψέφτικη βοήθεια ο γιος του Κρόνου, 235 τι αφτοί που πρώτοι βλάψανε, τους όρκους αθετώντας, αφτών τα τροφαντά κορμιά οι σκύλοι θα χορτάσουν, και στ' Άργος με τα πλοία εμείς τα γυναικόπαιδά τους θα πάμε, σαν τους πάρουμε τη μυριοπλούσια χώραΌσους πάλε έβλεπε χωρίς ψυχή ν' αναμελάνε, 240 αφτούς τους έβριζε άσκημα με θυμωμένα λόγια «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, δοξάρια που σας πρέπουν!

Μα αν κόρωσε κι' εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια350

Τα διάλεξε σαγίταις, Δοξάρια τρομερά, Μ' αυτά καρδιαίς πληγόνει Σκληρά, φαρμακερά. Αλοίμονον σ' εκείνον Οπού να καυχηθή, Σε ταύτα ν' αντικρύση Χωρίς να πληγοθή. Ευτύς ο έρως τότες Μ' ακράτητην οργή, Θανατερή του ανοίγει Στα αστήθια την πληγή.

Οι «ΆρεςΜάρεςΚουκουνάρες» που και μόνος ο τίτλος τους ο αποκρηάτικος έκοβε αναγελαστικά, στριγγόηχα, τη μονότονη μαλακή δακρυόπνιχτη δοξαριά του βιολιού των Αθηναίων, είναι οι ονομασμένες ύστερα, ξαναφερμένες δηλαδή στο σοβαρό τους όνομα «Βοσπορίδες Αύραι». Αυτές δεν κατώρθωσαν ακόμα να ιδούν το φως του βιβλίου για να κριθούν καθώς πρέπει, και μήτε που ποτέ θα το ιδούν, καθώς πάντα σχεδόν σ' εμάς αναβαίνει, όταν έκθετα μείνουν τα πνευματικά παιδιά ενός πατέρα, είτε από θάνατο, είτε από άλλο δυστύχημα, όποιο.