Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες. Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα.

Μα το Σβεν; Μπορείς να τον φανταστής εσύ μεγάλον; Τι τον θέλεις να κάμη στον κόσμο; Νομίζεις πως είναι γι' άλλο τίποτε παρά για να τον έχουμε μεις; Η γυναίκα μου χαμογέλασε μ' έναν τόνο θλιβερό, που σχημάτισε ψιλές, αλαφρές δίπλες γύρω στα χείλη της. — Το συλλογίστηκα συχνά, είπε.

Είχε γυρίσει πάλι το καλοκαίρι, οι αστροφεγγιές σκορπούσανε τα μάγια τους στην ακρογιαλιά, το χώμα κ' οι θημωνιές ύστερα απ' τις ψιλές βροχούλες σκορπούσανε μεθυστικές μυρωδιές στον κάμπο, και τα φύκια στην ακρογιαλιά βαλσαμώνανε τον αέρα με την αλμύρα τους. Ο Παύλος γύρισε και είπε της Παυλίνας: — Γιατί είσαι παραπονεμένη, αγάπη μου; Τι θέλεις ακόμα να σου χαρίσω ; Ό,τι είχα σου τώδωκα.

Μα μήτ' αυτό δεν έσωνε, παρά και χρυσές πλεξούδες τους κρέμαζαν οι παραστεκάμενες, και με δέσιμο Περσικό τους περίζωναν το κεφάλι τους. Άλλες πάλι άφιναν ψιλές ψιλές πλεξούδες κ' έπεφταν απάνω στους ώμους, σκεπάζοντας το κεφάλι με χρυσοΰφαντα φακιόλια ή με σκουφάκια από δίχτι καταστόλιστο πετράδια. Σαν τέλειωνε το συγύρισμα τω μαλλιώνε, άρχιζαν και τάλλα στολίσματα.

Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες ψιλές.

Η εικόνα είτανε τόσο καθαρή ώστε νόμιζε πως ξεχώριζε κάθε χαμόκλαδο και κάθε δέντρο, όλα ως τις ψιλές απόχρωσες του φωτός και του ίσκιου, που έρριχνε ο βραδινός ήλιος στη σανιδόπλεχτη σκεπή του σταχτερόχρωμου σπιτιού.

Όλοι έπιναν κρασί, οι οκάδες έρχουνταν ολοένα, τα τραγούδια λέγουνταν με φωνές βραχνές, με φωνές ψιλές, με φωνές ξεσκισμένες, με φωνές βαθειές, τόρα ένα κλέφτικο, ύστερα ένα ερωτικό, κατόπι ένα ανατολίτικο, πότε αμανές, και πότε σαμπαΐ. Και το γλέντι άναβε ολοένα, όντας πήρε αυτός το μπουζούκι του.

ΑΝΤΩΝ. Μπορούσε να λείψη; ΑΔΡΙΑΝ. Η κράση της πρέπει εξ ανάγκης να είναι ψιλή, γλυκειά, και τρυφερή. ΑΝΤΩΝ. Η κοπέλλα ήταν γλυκοτρυφεροζυμωμένη. ΣΕΒΑΣΤ. Ναίσκε, και ήξερε ψιλές κατεργαριές, καθώς η σοφία του το φανέρωσε. ΑΔΡΙΑΝ. Εδώ ταέρι πνέει κατά μας γλυκύτατα. ΣΕΒΑΣΤ. Ως νάχε πλεμόνια και σάπια. ΑΝΤΩΝ. Ή σαν να ήταν ευωδιασμένο από μία λίμνη. ΓΟΝΖ. Εδώ βρίσκεις κάθε πράμμα χρήσιμο για τη ζωή.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν