United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα βράδυ το γεμάτο φεγγάρι πρόβαλε από τον αντικρυνό λόφο. Υψώθηκε ανάμεσα απ' τις ψηλές λεύκες κ' ύστερα σταμάτησε καταμεσής τουρανού και καθρεφτιζότανε μες στα νερά της λίμνης. Τότε ο γέροφιλόσοφος ξεπρόβαλε απ' το ψηλό αψιδωτό παραθύρι. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στα λευκά του μαλλιά, στο πλατύ του μέτωπο, στα μακρυά χιονισμένα του γένεια και γλύστρησε ως την ψυχή του.

Εις την κάμαρα του βάθους, σε καθήκλες παλαιές, ψηλές, από μαύρο σκαλιστό ξύλο, αγορασμένες από κανένα ξεπεσμένο αρχοντόσπιτο, κάθουνται η κόρη του Μαρούπα με τα νυφικά της, πράσινο μεταξωτό φαυστάνι, βραχιόλια παλαιά μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριές από μαργαριτάρι και στα χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· η μάννα της, γρηά μικροκάμωτη και στεγνή, με μάλλινο καινούριο φουστάνι, με μαντήλι κλαδωτό στο λαιμό και όμοιο μαύρο μεταξωτό στο κεφάλι.

Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα: — Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Αποκεί πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του. Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύν αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα.

Έβαλα εις την ρίζαν τούτου του δένδρου δύο πέτρες ψηλές, επάνω εις τες οποίες ανεβαίνοντας, εσήκωσα τα χέριά μου διά να δέσω την θηλιάν εις εκείνο το χοντρόν κλωνάρι, και δένοντάς την τήν επέρασα εις τον λαιμόν μου, αλείφοντάς την καλά με σαπούνι διά να γλυστρήση να μην τυραννηθώ πολύ· έπειτα ερρίχθηκα από τες πέτρες και έμεινα κρεμασμένος.

Η γυναίκες του Σουλιού και των Κατσανοχωριών φοράν σιγγούνια πολύλοξα κι ολίγα στολίδια· είνε ψηλές όμως σκληρομαθημένες και περήφανες, με μέτριαν Εμμορφιά κι αυτές, αλλά με τη δυσκολόβρετην αξιάδα να πιάνουν στα δουλευτικά χέρια τους με την ίδια πιτηδειοσύνη και τ' αλέτρι και το τουφέκι, η λεβέντισες.

Όλοι τους είταν κληρωτοί, κ' έφευγαν από τον τόπο τους για το στρατό, κατεβασμένοι άλλοι από της Αράχωβας τις ψηλές ράχες, άλλοι από του Λοιδωρικιού τα βουνά, κι άλλοι από τις μυρωμένες πρασινάδες και τα κρύα νερά του Χρισσού.

Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας.