United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας.

Και λέγοντας αυτά το Τελώνιον ευθύς έγινεν άφαντον. Ο ψαράς απεφάσισε να φυλλάξη την παραγγελίαν του Τελωνίου απαράλλακτα· και κινώντας προς την πολιτείαν έκαμε διαφόρους στοχασμούς εις όσα του συνέβησαν και φθάνοντας εις την πόλιν επήγε κατ' ευθείαν εις το παλάτι το βασιλικόν, διά να προσφέρη εις τον βασιλέα ως δώρον τα ψάρια του νέου κυνηγίου του.

Ο ψαράς χωρίς να του είπη ότι εκείνην την ημέραν δεν δύναται να ψαρεύση δύο φορές, του επροφασίσθη το μάκρος της στράτας, όμως διά την αύριον χωρίς αμφιβολίαν την αυγήν θέλει του τα φέρει παρόμοια.

Και ευθύς ο ψαράς εκείνην την νύκτα επήγεν εις την λίμνην εκείνην με τα δίκτυά του, και εψάρευσε τέσσαρα παρόμοια ψάρια, και την αυγήν ενωρίς τα έφερεν εις τον βεζύρην κατά την υπόσχεση του· και ο βεζύρης λαμβάνοντας τα ψάρια επήγε μόνος του εις τον αρχιμάγειρον, και εκλείσθησαν οι δύο μόνοι εις το μαγειρείον.

Είχαμε μάθει πως ο καιρός σάρωσε και δω κάθε σημάδι από ό,τι υπήρχε μια φορά και τάλλαξε όλα. Στο μικρό ακρωτήριο, όπου βγήκαμε, κατοικούσε δω και μερικά χρόνια ένας γέρος ψαράς με τη γυναίκα του.

Ο βασιλεύς ερωτά τον βεζύρην αν ηξεύρει αυτήν την λίμνην και ο βεζύρης του είπεν, ότι δεν άκουσε ποτέ να υπάρχη λίμνη εκεί, μάλιστα εις διάστημα πενήντα και εξήντα χρόνων κατά συνέχειαν πηγαίνω εις το κυνήγι προς εκείνο το μέρος, αλλά λίμνην ποτέ δεν είδα. Έπειτα λέγει εις τον ψαράν· ως πόσον διάστημα είναι από τούτο το παλάτι έως την λίμνην; Και ο ψαράς του είπεν· έως τρεις ώρες δρόμος.

Λέγοντας αυτά τα λόγια εκίνησεν εμπρός το Τελώνιον και ο ψαράς ακολουθούσε κατόπιν, και περιπατώντες έφθασαν επάνω εις ένα λόφον ολίγον διάστημα μακράν από την πολιτείαν και καταβαίνοντες από την ράχην εις μίαν ευρύχωρον παιδιάδα έφθασαν τέλος πάντων εις μίαν μεγάλην λίμνην, περικυκλωμένην από τέσσαρας λόφους.

Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα.

Και επέρασεν ώρα αρκετή και εσυλλογίζετο πού τάχα να ευρίσκεται. Εκεί διά μιας βλέπει το φως της ημέρας, και ακούει μίαν φωνήν: «Ο μολύβδινος στρατιώτηςΕις αυτό το μεταξύ ένας ψαράς είχε πιάσει το ψάρι, και το υπήγεν εις την αγοράν, όπου η μαγείρισα της οικίας, από την οποίαν είχε κρημνισθή, ηγόρασε το ψάρι, το επήρεν εις το μαγειρείον και το ήνοιξε με το μαχαίρι της.

Αυτός ο καπνός εξηπλώθη εις τον αέρα, επάνω εις το περιγιάλι· και όταν εβγήκεν όλος από το αγγείον, πρώτον εσχημάτισεν ένα σύγνεφον πυκνόν και μαύρον, και ύστερα ολίγον κατ' ολίγον μετεμορφώθη το σύγνεφον εις ένα φοβερόν και τερατώδες εναέριον Τελώνιον. Ο δυστυχής ψαράς βλέποντας ένα τέτοιον φοβερόν θέαμα ηθέλησε να φύγη, αλλ' από τον φόβον του έμεινεν ακίνητος και εκστατικός.