Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ο Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά, στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου.
Τούμαθε να χειρίζεται το κοντάρι, το ξίφος, την ασπίδα, και το τόξο, να ρίχνη τους πέτρινους δίσκους, να πηδάη με μιας τα πειο πλατειά χαντάκια. Τον έμαθε να μισή το ψέμμα και την απιστία, να βοηθή τους αδυνάτους, να κρατάει τον όρκο του. Τούμαθε διάφορους τρόπους άσματα, τον έμαθε να παίζη άρπα, καθώς και την τέχνη του αρχικυνηγού.
Ένας κάμπος, αιγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ' όλα τα μέρη βουνά, είνε ομαλός σα χαρτί, που το ριγόνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.
Με τα ξημερώματα όμως ξαναφάνηκε πάλι, και βρήκε τους δικούς μας στην ίδια θέση, δηλ. έξω από τη Δάρα, κατά της Νίσηβης τη μεριά και πίσω από βαθιά χαντάκια, όχι όμως ολόισα, παρά σα διάγραμμα χαμηλού καπέλλου αναποδογυρισμένου· ο πάτος του καπέλλου κατά τα τειχίσματα της Δάρας, η ανοιχτή του μεριά κατά τον εχτρό. Τη γραμμή του πάτου την κρατούσε ο Βελισάριος κι ο Ερμογένης με διαλεχτά σώματα.
Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς.
Κ' ένοιωθε κάποια ορμή να γονατίση, να φιλήση το χώμα το καλόβουλο, να δείξη με χίλιους τρόπους τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. Ο Κουτρουμπής κ' οι άλλοι κολλήγοι αναγκάστηκαν να κάμουν το θέλημά του. Από γεωργοί έγιναν μεροκαματάρηδες· άφηκαν τ' αλέτρι και πιάσανε την αξίνα. Πάσα ημέρα, από την αυγή ως το βράδυ, άλλο δεν έκαναν παρά ν' ανοίγουν γουβιά και χαντάκια, να ψιλοκοσκινίζουν χώματα.
Επεριπάτησα το λοιπόν εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη.
Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.
Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν