Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
— Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθυά! Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα.
Στα βάθη της ψυχής της φώλιαζε μια λατρεία προς το τέλειο, που δεν μπορούσε να υποφέρη τη ζωή, γιατί νόμιζε πως έστεκε σε βαθμίδα ψηλότερη από αυτή.
Η μεγαλήτερη ευτυχία του δεν είταν η αγάπη· ούτε η πατρική χαρά, που την έπαιρνε απλοϊκά σαν ένα πράμα τόσο φυσικό, σα να είταν αδύνατο ναπολάψουν οι γονείς από τα τέκνα τους άλλο παρά χαρά. Η ευτυχία του δεν είτανε γιατί, με όλη την πολύχρονη συζυγική ζωή, φώλιαζε πάντα στο σπίτι του το σπάνιο πουλί, που το λένε ανίκητη νιότη.
Μα το στόμα της έκανε μια καμπύλη σαν κλάμα και δεν καταλάβαινες πως γέλαγε παρ’ απ’ τη γλύκα που φώλιαζε σε κάτι λακκάκια και μέσα στις γωνιές των χειλιών της κι απ’ τα μαργαριτάρια που φέγγριζαν ανάμεσα στων χειλιών της τα υγρά κι ανοιγμένα ανθόφυλλα. . . Κι ο Νίκος έσκυβε απάνω στα μαλλιά της: το πρόσωπο του ήτονε χλωμό σα να φωτιζόταν από μέσα και στη χλωμάδα αυτήν τα μάτια του ξεχώριζαν ακόμα πιο σκούρα μες τα ματόκλαδα, σα βαθύ νερό σκιασμένο από κλαριά... . . Κάθε φορά που την άρπαζε τη Λιόλια σαν απ’ τον εαυτό της χαμένη στην αγκαλιά του, έσφιγγε τα χείλια του για να μην πετάξη η άχνα της ψυχής του, ξεροκατάπινε με το καρύδι πηγαινοερχάμενο από κάτι αλάλητο που τούκανε το σάλιο κόμπο και τούκλεινε το λαιμό, έρριχνε πίσω το κεφάλι, σάμπως να του ταρπάζη ο πόθος αποπίσω, στα δυο του τα χέρια, και να του το γύριζε τανάστροφα φιλιώντας του το στόμα. . . « Παντεσπάνι ! Παντεσπάνι ! » -φωνάζανε μερικοί πούχανε βαρεθή πια να περιμένουν την πόλκα να τελειώση για να βρουν κι αυτοί ντάμα.
Πάλι λοιπόν ο Θεοδόσιος, αφού πρώτα έστειλε τον ευνούχο του Ευτρόπιο και ρώτηξε τον ερημίτη τον Ιωάννη που φώλιαζε τότες και πενήντα χρόνους σιμά στη Θηβαΐδα μέσα σε θεοσκότεινη τρύπα, και μήτε γυναίκα δεν έβλεπε, μήτε θροφή κατασκευασμένη απ' ανθρώπινο χέρι δεν έψαχνε, παρά τρώγοντας αγριόχορτα περνούσε τη ζωή του με προσευκές και μελέτες, αφού λοιπόν τονέ ρώτηξε τον Ιωάννη ο Ευτρόπιος ανίσως και θάχη καλό τέλος νέα εκστρατεία, και προφήτεψε ο Ιωάννης πως θα χυθή ποτάμι το αίμα, μα πως θα νικήση ο Θεοδόσιος, — ξεκίνησε τότες ο Αυτοκράτορας με μεγάλο στρατό, αντάμωσε τον Ευγένιο στα 394, τον τσάκισε και πήρε όλη την εξουσία, Ανατολή και Δύση.
Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν