Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το έσφαξε.

Εκεί υποκάτω εις τας φιλύρας ευρίσκετο μία συντροφιά διά να πιη καφέ. Επειδή δεν μου άρεσε τόσον πολύ, έμεινα μακράν με μίαν πρόφασιν. Ένα παλλικάρι εβγήκε από μίαν γειτονικήν οικίαν και ησχολείτο να διορθώση κάτι τι εις το άροτρον, το οποίον νεωστί είχα σχεδιάσει.

Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη.

Αχ, βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας σου ημπορεί να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας υποκάτω εις το σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε διαμοιράζεις εις του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά πολλά ευχαριστημένος εις την τοιαύτην μου τύχην.

Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Είχον σταματήσει εκεί και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνη τον Αγγελήν.

Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την αγαπημένην μου Μάλκαν. Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας.

Και αφού άφησε την κυβέρνησιν της βασιλείας του εις τα χέρια του βεζύρη του, εκαβαλλίκευσεν ένα του καλόν άλογον, και εμίσευσε μόνος του αγνώριστος διά νυκτός, χωρίς να πάρη τινά μαζί του. Περιπατώντας λοιπόν αρκετές ημέρες, έφθασεν εις τα σύνορα του βασιλείου της Θέμπας, και πριν να φθαση εις την βασιλεύουσαν, ηθέλησε να αναπαυθή υποκάτω εις ένα δένδρον πολλά φουντωτόν.

Αυτές όλες οι αρχοντοπούλες είχαν εκεί τους αγαπητικούς τους, και ήταν εκστατικές, εις το να τους ιδούν και αυτούς ελευθερωμένους από την μαγικήν δύναμιν της Μερχάνης, που τους εκρατούσεν υποκάτω εις μορφήν ζώων. Οι οποίοι αφού και ευχαρίστησαν μυριάκις τον σωτήρα τους, επήραν θέλημα και ανεχώρησαν, και επήγε καθένας με την αγαπητικήν του εις τον τόπον του.

Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.

Αλλά μίαν ημέραν έξω του συνηθισμένου, βλέπω ένα πλήθος Ελέφαντας ερχομένους τα ίσια προς το δένδρον που εγώ ήμουν υψηλά, με τοιαύτην βοήν και ταραχήν και κρότον των ποδών τους, που σχεδόν έτρεμεν η γη υποκάτω εις το δένδρον· εσήκωσαν όλοι τας κεφαλάς των και με εθεωρούσαν με φοβερόν βλέμμα και μουγκρίσματα που ηχολογούσεν όλον το δάσος· ώστε από τον φόβον μου έπεσαν από τας χείρας και δοξάρι και σαΐτες·

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν