United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σοφοκλής ήτο ευθυμότερος του συνήθους. — Βλέπεις εκεί κάτωμου λέγει, ενώ ερρόφα την δευτέραν του μπίραντο σπιτάκι εκείνο, στα δένδρα μέσα; Εκεί ήμουν χθες κ' εσυμφωνούσα με την οικοκυρά να μου το νοικιάση για το καλοκαίρι· τι έχει να γείνη εκεί μέσα, θα μάθης και θα ιδής τι πράγμα είν' ο Σοφοκλής, γιατί η τύχη δεν θέλησε ακόμα να τον γνωρίσης.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύπαγε, Έρως· στείλε του τους θησαυρούς του. Ύπαγε· μη κράτησης το παραμικρόν, σε διατάσσω. Γράψε εις αυτόν, — θα την υπογράψωεπιστολήν του αποχαιρετισμού λίαν ευγενή. Ειπέ ότι εύχομαι να μη δοθή ποτέ πλέον αφορμή ν' αλλάξη κύριον. Ω, η τύχη μου διέφθειρε και τους τιμίους, Σπεύσον! ο Αινόβαρβος! Στρατόπεδον τον Καίσαρος προ της Αλεξανδρείας. Σαλπίσματα.

Νά η Κερά-Δημήτραινα από ‘δω με τις κόρες της, κ’ εγώ από μέρος μου-τα πάντα θυσία για σένα!. . . Λέγαμε δα για σας τόσα καλά, Κερά-Δημήτραινα, και για τις κόρες σας-καλή τύχη νάχουν !. . . Κ' έφυγε η Ευρυδίκη κι απέμεινε το θύμα με τον καινούργιο δήμιο.

Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.

Τ' άρπαζε στον καταρράχτη της πολυλογίας του, τα ψήλωνε στα μεσούρανα, τάλεγε δυσκολόβρετα στην παγκόσμια ιστορία. Εμακάριζε τη μητέρα που είχε την τιμή να γεννήση τέτοια παιδιά και συγχαιρότανε τα παιδιά που είχαν τύχη να γεννηθούν από τέτοια μητέρα. Προσκαλούσε τους προγονικούς ήσκιους να παρασταθούν περίλυποι στην κηδεία της. Τα μάτια του δεν είχαν δάκρυα ούτε το πρόσωπό του συγκίνηση.

Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του. Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά.

Πού τους ευρήκαν τους μαθητάς, ευλογημένε μου; Διότι από αυτούς ουδέ μαθητής γίνεται ο είς του άλλου, αλλά φυτρώνουν μόνοι των, κυριευόμενοι από ενθουσιασμόν με ό,τι τύχη, και ο είς τον άλλον δεν τον θεωρεί τίποτε. Από αυτούς λοιπόν, καθώς ήθελα να ειπώ, δεν θα λάβης ποτέ λόγον ούτε με το καλό ούτε με την βίαν.

Πριν έλθης εξεκίνησεν ο γέρων ο Σιβάρδος· δέκα χιλιάδες μαχηταί μαζί του εκστρατεύουν. Πηγαίνωμεν κατόπιν των, και άμποτε να ήναι τόσον η τύχη μας καλή, όσον το δίκαιόν μας! Τι σιωπαίνεις; ΜΑΚΔΩΦ Δύσκολον ο νους να συμβιβάση τόσα πολλά δυσάρεστα κ' ευχάριστα συγχρόνως. ΜΑΛΚΟΛΜ Παρακαλώ, ο βασιλεύς σκοπεύει να εξέλθη; ΙΑΤΡΟΣ Εξέρχεται!

Γέλασε το πλήθος δυνατά με το πάθημα του κυρ δήμαρχου. Έπειτα έκαμε τόπο κι ανέβηκε οκνά τη σκάλα ο Γερόλυμος ο Προβατάς. Ήταν ένας γέρος νησιώτης, κοσμοπερπατημένος και πολυκάτεχος. Η τύχη τον έρριξε στο χωριό κ' έμειν' εκεί από χρόνια, σαν ξύλο παντοπλάνητο που κατακάθεται σε μιαν ακρογιαλιά ώστε να σαπίση και να διαλυθή.

Έφασαν δ' αυτόν και νεάνιδά τινα ευνοία τη των δαιμόνων απολαβείν, ευχάς τούτοις και λιτάς αποδόντα. Εμοί δ' ου δοκεί παρά των δαιμόνων το δώρον τούτο δέξασθαι εξόν αυτώ παρά των ανθρώπων ευκοπώτερον της τοιαύτης ευνοίας τυχείν. Χρησμόν δέ τινα είναι έλεγον, ος αν ανθρώπων της κόρης ταύτης ως υπερφυούς τύχη, τούτω την ηγεμονίαν της Έω περιέσεσθαι.