United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι θα μου προσφέρετε φίλε μου; Διψώ, διψώ, έχω μια φωτιά μέσα μου. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ένα σιρόπι; Γκροζέι; Βυσσινάδα με πάγο; Τι θέλετε; Δέχομαι λίγο αλκοόλ, μια βενεδικτίνα, ό,τι θέλετε; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μια βενεδικτίνα! Με τη μεγαλύτερη ευχαρίστησι. Θα σας κάμη ευθυμότερη και ευγλωττότερη. Παιδί, μια βενεδικτίνα. Δεν προτιμάτε σαμπάνια; ΛΕΛΑΌχι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μ' έδωσες πολλήν παρηγορίαν. Πήγαινε μέσα να ειπής, πως είμαι λυπημένη διότι τον πατέρα μου παρώργισα, και ότι πηγαίνω τώρα ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου να 'πώ ταις αμαρτίαις μου και άφεσιν να λάβω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μετά χαράς θα το ειπώ. Τι φρόνιμα που κάμνεις. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κατηραμένε πειρασμέ! Παληόγρηα αχρεία!

Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο. — Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.

Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ. — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρατο παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα.

Κι' έπιασε πρώτα ο γνωστικός το λόγο Πολυδάμας, του Πάνθου ο γιος, τι μόνο αφτός θωρούσε ομπρός και πίσω. 250 Συντρόφοι αφτός κι' ο Έχτορας, μιας νύχτας είταν γέννες· αφτός στους λόγους, μα πολύ νικούσε στ' όπλο ο άλλος. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Παιδιά, τα μάτια τέσσερα!

ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, ω μητέρα, φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπι με τον αδελφόν του. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Να θανατώση βασιλέα; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι έκαμα διά να τολμάς με γλώσσαν τόσο σκληρήν να με αποπάρης;

Εάν πράξετε ό,τι σας ζητώ, είθε η γη να παράγη τους καρπούς της δι' υμάς, είθε να τίκτωσιν οι γυναίκες και αι ποίμναι υμών, είθε να ήσθε διά παντός ελεύθεροι!

Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους πρέπει, και αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει πως και υπερηφανείας.

Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή. Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση.

Είτανε μεγαλήτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πατριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πη &ληαμονιά του εγώ&. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσαρούχια και με κάππες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο.