United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν εφθάσαμε εις τον τάφον, εγώ σχεδόν ημιθανής από την λύπην μου και δακρυρροώντας, επρόσπεσα εις τους πόδας από βασιλέως λέγοντας· στοχασθήτε, κραταιότατε βασιλεύ εγώ είμαι ένας ξένος και δεν έχω χρέος να υπόκειμαι εις τέτοιον νόμον· λάβε έλεος δι' εμέ, διότι έχω και άλλην γυναίκα εις την πατρίδα μου και παιδιά, διά να μη μείνουν ορφανά και έρημα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να θεωρούν τον βίον των ως μίαν σταγόνα εκ των μυριάδων, αίτινες πίπτουν εις έν έλος, ή εις έν βουνόν, ή εις μίαν έρημον, ως μίαν νιφάδα εκ των μυριάδων αίτινες πίπτουν και αναλύονται εντός αχανούς θαλάσσης· Αποθνήσκουν και λησμονούνται αμέσως· παρέρχονται ολίγα έτη και οι έρποντες λειχήνες εξαλείφουν τα γράμματα των ονομάτων των από το μνήμα του κοιμητηρίου· αλλά και ανεξάλειπτα αν ήσαν τα γράμματα ταύτα, ουδεμίαν ανάμνησιν θ' ανεκάλουν εις το πνεύμα εκείνων οίτινες θα ίσταντο παρά τον τάφον.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.

Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει έν επεισόδιον εκ του Αριστοτέλους, κατά το οποίον μάγος τις εκ Συρίας επροφήτευσεν εις τον Σωκράτην ότι θα απέθνησκεν εκ βιαίου θανάτου· και ο Σενέκας μας πληροφορεί ότι οι μάγοι «οίτινες παρεγένοντο τυχαίως εν Αθήναις», επεσκέφθησαν τον τάφον του Πλάτωνος και έκαυσαν επ' αυτού θυμίαμα ως προς θείον ον.

Τοιουτοτρόπως η λεκάνη, γενομένη λίμνη, εφάνη κατάλληλος προς τον σκοπόν δι' ον ήτο προωρισμένη, και η γέφυρα κατεσκευάσθη προς χρήσιν των πολιτών. Αυτή η ιδία βασίλισσα επενόησε την εξής απάτην· άνωθεν της μάλλον συχναζομένης πύλης του τείχους κατεσκεύασε τον ίδιον εαυτής τάφον, υψηλόν και ελκύοντα τα βλέμματα πλειότερον ή η πύλη.

Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα, να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω. Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος. Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι, και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου; Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με! ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.

Αλλ' αφού μου ενθύμησες τον Αχιλλέα, θα σου δείξω τον τάφον του. Τον βλέπεις εκεί κοντά εις την θάλασσαν; Εκεί είνε το Σίγειον, ακρωτήριον της Τρωάδος• απέναντι έχει ταφή ο Αίας εις το Ροίτειον. ΧΑΡ. Δεν είνε μεγάλοι οι τάφοι των.

Και δι' αυτόν τον λόγον σας ξαναέφερα εδώ. — Ειπέτε μου να 'ξεύρω: τόσον μεγάλη υπομονή σας κυριεύει, ώστε, να παραβλέψετε αυτό, ή μη κ' οι δύο είσθε τόσον καλοί Χριστιανοί ώστετην προσευχήν σας παρακαλείτε δι' αυτόν και διά τα παιδιά του, αυτόν τον καλόν άνθρωπον, που ήνοιξε τον τάφον και έφερε την ζητανιά εις 'σας και τους 'δικούς σας; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Αυθέντα, άνδρες είμεθα!

Διότι κοινώς θυσιάζοντες τα σώματά των ελάμβανον ατομικώς καθείς αθάνατον έπαινον και επισημότατον τάφον, όχι δηλαδή τον τόπον της ταφής, αλλά την απονεμομένην εις αυτούς δόξαν, η οποία αιώνια τους παρακολουθεί εις κάθε περίστασιν και λόγου και έργου.

Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.