Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Και όμως, ποίος ηξεύρει; ίσως είναι τυχηρόν νόμισμα, θα το τρυπήσω και θα του περάσω έν σχοινάκι, και θα το κρεμάσω εις τον λαιμόν του γειτονοπούλου μου, διά να του φέρη τύχην! Και με ετρύπησε πραγματικώς. Πώς πονεί το τρύπημα! Αλλά όταν είναι διά καλόν σκοπόν, υποφέρει κανείς πολλά πράγματα.
Το σχοινάκι της καμπανίτσας ήτο υψηλά, συρμένον προς . . . τα ένδον του ναΐσκου, από μίαν οπήν επάνω-επάνω της πύλης, διά να μη τα φθάνουν τα παιδιά το βράδυ, και σημαίνουν ασκόπως εις τα παιχνίδια των, ανησυχούντα τον ιερέα. — Αυτού να το μαζεύης, Παϊσία! έλεγε προς την νεωκόρον ο ιερεύς, ο παπα-Λάμπρος, κ' εγώ με το ραβδί μου το φθάνω.
Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.
Η σκοτεινιά της νύχτας, του κυμάτου το φούσκωμα, η φωνή και ο αφρός· των αρμένων το τρίξιμο, του καραβιού το κύλιμα, το σχοινάκι που παραλυμένο εχτυπούσε δίπλα στον θαλασσομάχο και η αλυσίδα που έσκουζε κουλουριασμένη στον μπαμπά, όλα είχαν φωνή και μας έδειχναν πως κακή γκαστριά έκανεν η Φύσις.
Τω όντι, επήρε το ψαλίδι, έκοψε το σχοινάκι και με επήρε να με περάση εις άλλα χέρια. Διά ένα χρόνον και μίαν ημέραν εγύριζα η έρημη από χέρι εις χέρι, και από εργαστήρι εις εργαστήρι, παντού υβρισμένη, παντού εντροπιασμένη. Κανείς δεν με ήθελε. Κατήντησα να πιστεύω και εγώ η ιδία ότι δεν αξίζω τίποτε.
Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο. Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα.
Μου επέρασεν έν σχοινάκι εις την τρύπαν μου, και με εκρέμασεν εις τον λαιμόν τον μικρόν υιού της γειτόνισσας, ωσάν να ήμην στολίδι και όχι νόμισμα. Το παιδάκι εχαμογέλασε και με εφίλησε, και την νύκτα εκοιμήθηκα επάνω εις τον ζεστόν λαιμόν του. Την αυγήν η μάνα του παιδιού με επήρεν εις τα δάκτυλά της και με εξέταζεν. Αμέσως εκατάλαβα ότι είχε κακούς σκοπούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν