United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς σταυρούς η Θωμαή: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η Θωμαή: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου, του ρυομένου τους αιχμαλώτους: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!

Εκάστη των ωδών εκείνων συνέκειτο εκ τριάκοντα στίχων και έκαστος στίχος εξ ισαρίθμων γραμμάτων, διατεταγμένων εν σχήματι σταυρού, ως τα βακχικά άσματα των Γάλλων ποιητών εν σχήματι φιάλης ή βαρελίου, Η αντιγραφή των αριστουργημάτων τούτων απήτει έμπειρον καλλιγράφον, ουδείς δε ηδύνατο κατά τούτο να διαγωνισθή προς τον Φρουμεντίον και τον νέον αδελφόν Ιωάννην . Εις τούτους λοιπόν ενεπιστεύθη ο ρασοφόρος υμνωδός τους ποιητικούς σταυρούς του, ίνα πληρωθή η προφητεία του Φρουμεντίου ειπόντος, «Θέλομεν βυθίζει τον κάλαμον εις το αυτό μελανοδοχείον».

Κάποιος τα έκλεψεν από μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης από πάνω σου! Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία, βυζαντινόν κατασκεύασμα.

Και πού να ήξευρες, ανθρωπάκο μου, ότι οι μεγαλείτεροι υποκριταί είνε οι αποφεύγοντες δήθεν την υποκρισίαν . . . Προχωρών εντός της κωμοπόλεως, και βλέπων πάντοτε, εν μακρά μαύρη παρατάξει, τους επί των τοίχων σταυρούς, ήρχισε να κατασκευάζη διαφόρους συλλογισμούς. Είχε χαράξει καλά πλέον.

Οι παππάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικίαν του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζειά, και διώκοντες τους καλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθή ν' απολαύση την οικοκυράν της.

Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.

Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας.

Που είχαν σε κάθε βελονιά σπειρί μαργαριτάρι, Και γύρα γύρα στους σταυρούς των στεφανιών με χάρη Χίλια αγγελούδια φτερωτά, που βάσταε το καθένα Με το δεξί το χέρι του κι’ ένα χρυσό στεφάνι... Κι’ ανάμεσα στα χαρωπά του γάμου τα στεφάνια Δυο δαχτυλίδια ολόχρυσα με διαμαντένιες πέτρες Και μες στες πέτρες έλαμπαν αγκαλιαστά με χάρη Ο Ήλιος ο χρυσάχτιδος και το λαμπρό Φεγγάρι.

Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, — ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν! Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του συνωφρυώθη.

— Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι. Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . . — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά; Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.