United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τον τρίτον αιώνα έταξα μεθ' όρκου να κάμω μέγαν και ισχυρόν μονάρχην τον ελευθερωτήν μου και να του χαρίσω καθ' ημέραν τρία ζητήματα της ορέξεώς του εφ' όρου ζωής του και να στέκω πάντοτε εις συντροφιάν του πρόθυμος να εκπληρώνω κάθε θέλησίν του· όμως παρήλθε και ο τρίτος αιώνας παρομοίως με τους άλλους ανωφελώς και εγώ έμενα εις την αυτήν φυλακήν.

Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες υποψίες και φόβον.

Τότε ο βεζύρης λέγει· τι σου φαίνεται, Χαλιμά; εσύ έχεις την ιδίαν γνώμην με την γυναίκα εκείνου του πραματευτού· όθεν σου τυχαίνει να πάθης τα ίδια· απεκρίθη η Χαλιμά· παρακαλώ σε, κύριε μου αγαπητέ, να μη σου βαρυφανή αν στέκω εις αυτήν μου την γνώμην· η ιστορία εκείνης της γυναικός δεν δύναται να αλλάξη την απόφασίν μου· εγώ ημπορώ να σου διηγηθώ παρόμοιες ιστορίες πολλές, που να σε καταπείσουν εις την γνώμην μου· όθεν ματαίως κοπιάζεις, και ως είπα, αν δεν με παρουσιάσης εις τον βασιλέα, εγώ λαμβάνω το θάρρος μόνη μου να παρουσιασθώ.

Και εγώ εξ εναντίας κακοτυχίζω την μοίραν μου, οπού ποτέ ανάπαυσιν δεν έχω, αλλά κοπιάζω από την αυγήν έως το βράδυ διά να σύρω το αλέτρι, να οργώνω την γην, και να τραβώ τόσον βάρος με το αμάξι, εις τόσον οπού πολλές φορές κουράζομαι και δεν ημπορώ ούτε να φάγω, και όλην την νύκτα στέκω πλαγιασμένος εις τα κάτουρα και κοπριές μου και πάλιν την ερχομένην ημέραν παθαίνω τα ίδια· όθεν καλότυχος εσύ όπου ζης εις τέτοιαν ανάπαυσιν.

Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα.

Αυτός ο βασιλεύς ήτον νέος, εύμορφος, καλοκαμωμένος, και αγροικούσα και εγώ δι' αυτόν την ιδίαν κλίσιν, που και αυτός αγροικούσε προς εμένα· όμως με κάθε τρόπον έπασχα να την κρατώ κρυφήν, και να στέκω εις τα δικά μου· μα ολίγον καιρόν εφτούρησα εις ετούτην την γνώμην. Ευθύς που επήγαμεν να κατοικήσωμεν εις το παλάτι του, ο βασιλεύς μου εφανέρωσε την αγάπην του με τρόπον που επιθυμούσεν.

Αυτός λοιπόν ο Κατής είχε δύο χρόνους που είχε πάρει εις γυναίκα μίαν θυγατέρα ενός πραγματευτού πλουσίου, η οποία μαθαίνοντας ότι ο άνδρας της απεφάσισε να πάρη και άλλην γυναίκα, της εκακοφάνη τόσον, που δεν ηθέλησε πλέον να σταθή με αυτόν, τον οποίον κράζοντάς τον του είπε· ήκουσα σήμερον ότι θέλεις να πάρης και άλλην γυναίκα, διά το οποίον σου λέγω, ότι ανίσως και την πάρης δεν στέκω μαζί σου, ό,τι δεν ημπορώ να φτουρήσω μίαν αισχύνην παρομοίαν και είμαι ευχαριστημένη καλύτερον να με χωρίσης, παρά να ιδώ άλλην γυναίκα μαζί σου.

Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ο πλέον ύποπτος ιδού, κι' άν ένοχος δεν ήμαι. Αλλά μου καταμαρτυρούν η ώρα και ο τόπος, κ' επάνω μου του φονικού την υποψίαν στρέφουν. Εγώ, αθώος κ' ένοχος, ιδού εμπρός σου στέκω, να 'πώ την καταδίκην μου και την αθώωσίν μου. ΠΡΙΓΚΗΨ Ειπέ μου γρήγορα λοιπόν εκείνο που γνωρίζεις. Η Ιουλιέτα σύζυγον τον είχε τον Ρωμαίον, αυτόν που βλέπετε νεκρόν.

Το κέντρο σε όλα αυτά είναι φυσικά η γυναίκα μου. Αν βαδίζη προς την υγεία ή προς το χαμό, δεν το γνωρίζω. Αυτό μου φαίνεται τώρα πως είναι κατιτίς, όπου δεν μπορώ να κάμω τίποτε. Κάποτε μου φαίνεται σα να στέκω έξω, σα να μην έχω κανένα μέρος σ' αυτό και να μην μπορώ να το φτάσω ποτέ. Και σ' όλα αυτά δεν υπάρχει καμμιά έξαψη, μα μόνο ένας καρτερικός πόθος, που είναι δίχως χρώμα. 25 του Γεννάρη