Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
ΜΩΜΟΣ. Στάκτη να γίνετε όλοι . Εγώ αν μου δοθή άδεια να ομιλήσω ελεύθερα, έχω πολλά να είπω, ω Ζευ, ΖΕΥΣ. Λέγε, Μώμε, άφοβα• φαίνεσαι ότι κάτι θα πης με την συνήθη σου ειλικρίνειαν προς το κοινόν συμφέρον. ΜΩΜ. Λοιπόν ακούσετε, ω θεοί, να σας ομιλήσω με όλην την ειλικρίνειαν.
Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180 «και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη. ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα, αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185 και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει, ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι, ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις• πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190 'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος• και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου, 'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα• κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195 κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν. ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο• ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη• αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200 με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων• αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα, αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».
Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας, σιμά 'ς την στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι• και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155 ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων• και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος• τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε• «Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο, χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας• 160 τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει. αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165 και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».
Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει διά της καπνοδόχου.
Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε στάκτη. Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν