United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε σκοτώσει Ρωμιούς, για ψύλλου πήδημα ή για τίποτε εντελώς, αλλ' είχε σκοτώσει και καπανταΐδες Τούρκους που πείραξαν Ρωμιούς στην περιοχή του, τους ραγιάδες του, ως τους έλεγε. Αλλά την προστασία του άπλωνε κέξω από την περιοχή του, σε Ρωμιούς πούχε πάρει στο χαρέμι των αδερφές των ή κόρες των. Ενδεχόμενον όμως ήτο να σκοτώση μετά κάμποσον καιρόν και κείνον που έσωσε.

Θύμωσε και φώναξε· «— Πάλε ψεφτιές! Εγώ ξέρω την αλήθειαΔεν ήθελε ο δύστυχος να τακούση και γύρεβε να μην το μάθη, για να μη διή πως είχε σκοτώσει άδικα τη Λέλα. Ο Καρλής είναι στην Πόλη γνωστός. Παντού είναι γνωστός ο Καρλής. Καλέ μου Ψυχάρη, Πήγες στην εξοχή κι απόμεινα στο Παρίσι δίχως φίλο. Τι δε μου γράφεις; Το παράκαμες πια. Περίεργη αρρώστια που την έχεις! Τη λες αγραφιά και γελάς.

Άπιστοι άνθρωποι σε κατηγορούν για μεγάλη προδοσία. Μη ρωτάς: δε θα μπορούσα να επαναλάβω τα λόγια τους χωρίς και οι δυο μας να εξευτελισθούμε. Μη ζητάς λόγια να με καταπραΰνουν. Αισθάνομαι πώς θάμεναν χωρίς αποτέλεσμα. Μολαταύτα δεν πιστεύω τους προδότες. Αν τους πίστευα, θα σε είχα κι' όλας σκοτώσει με θάνατο ατιμωτικό.

Είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και να που έχω σκοτώσει ως τώρα τρεις ανθρώπους· και μέσα σ' αυτούς τους τρεις οι δύο είναι παπάδες. Ο Κακαμπός, που φύλαγε σκοπός στην είσοδο της φυλλωσιάς έτρεξε μέσα. — Δε μας μένει άλλο από το να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας, τούπε ο αφέντης του. Θα μπούνε, χωρίς αμφιβολία, στη φυλλωσιά· πρέπει να πεθάνουμε με τα όπλα στο χέρι.

Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικόκαι τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος.

Κι' έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες, και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος. Κι' όταν ξανά συνέφερε και πήρε λίγη ανάσα, 475 στενάζει οχ την καρδιά βαθιά και μοιρολόγι αρχίζει «Έχτορα, εγώ η κακότυχη!

Πώς είν’ και τόλμησες μπροστά μου να ’λθης και να πατήσης του σπιτιού μου το κατώφλι, συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει, και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις.