Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.

Νίφτηκε η γριά νίφτηκε κι' η τσιούπρα, κι' αφού σφουγγίστηκαν, ανέβηκαν στην τραπεζαρία, κάθησαν στην παραστιά, κι' άπλωσαν τα χέρια κατά τη φωτιά για να πυρωθούν, κι' έμειναν έτσι κοντά στη φωτιά, ως που χτύπησε κι' ο δεύτερος ο σήμαντρος. Τότε η γριά, η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα ξεκίνησαν για την εκκλησιά, αφού έκλεισαν την εξώθυρα.

Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Κι' είπε μέσα του: — «Εγώ δούλεψα εφτά χρόνια γι' αυτή τη συμβουλή και να μην την ακολουθήσω; Είναι κρίμαΚαι λέγοντας αυτά, γύρισε πίσω και πάη να κοιμηθή. Αλλά, πού ύπνος! Παράδερνε ακέριες ώρες, όταν τη στιγμή, που άρχισαν να λαλούν τ' αρνίθια, τον έκλεψε ο ύπνος και δεν ξύπνησε, παρά όταν λαλούσε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.

Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικάμελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »

Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! — Κικιρίκουουουουου!.. Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.

Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...

Τώρα θα μας ρίξη με κανένα άλλο του γράμμα στη μεγάλη Πασκαλιά! Ετς πάμε τώρα τόσα χρόνια: Από πασκαλιά σε πασκαλιά κι' απ' Άη-Γεώργη σ' Άη Δημήτρη!.... — Πού το ξέρ'ς, καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί νάρθη κι' απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα! Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε τον εσπερινό «τσιγγ τσιαγγ... τσιγγ τσιαγγ»

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν