United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρατηρεί ο Μπάρμπα-δήμαρχος ωχρός και τρέμων ως να τον έπιασε πυρετός αιφνιδίως. — 'Νειρεμένο είσαι! Επαναλαμβάνει και η Μιλάχρω θλιβερώς. Αλλά το Χρυσώ δεν ωνειρεύετο.

Ο δε Κλεόδημος• Αυτά τα οποία είδες, είπε, δεν είνε πρωτοφανή• έχουν 'δη και άλλοι παρόμοια, αφού και εγώ όταν ησθένησα όχι προ πολλού καιρού, είδα κάτι τοιούτον? μ' επεριποιείτο δε και μ' εθεράπευεν ο Αντίγονος απ' εδώ. Ήτο εβδόμη ημέρα της ασθενείας μου και ο πυρετός μου είχε φθάσει εις την μεγαλειτέραν του σφοδρότητα.

Το πλήθος εκείνο ηυξήθη περισσότερον, όταν ο Θεοκλής, ιατρός, εδήλωσεν ότι η Λίγεια δεν είχε καμμίαν σοβαράν βλάβην, ο πυρετός των φυλακών την είχεν εξασθενίσει, αλλ' ότι μετ' ολίγον θα ανελάμβανε τας δυνάμεις της. Επανήλθεν εις τας αισθήσεις της την ιδίαν νύκτα.

Να τον πιάση τεταρταίος πυρετός, να πάη στο διάβολο! Να τον θερίση η πανούκλα! Αν τον είχα στα χέρια μου αυτό το σκυλορράφτη, αυτό τον μπερμπαντορράφτη θα τον.. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! ήρθες επί τέλους! ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου. ΡΑΦΤΗΣ Ήταν αδύνατο νάρθω γρηγορώτερα, είχα βάλει είκοσι καλφάδες για το φόρεμά σας.

Αν λοιπόν δεν με πείσης προηγουμένως διά του λόγου, ότι είνε φυσικόν ο πυρετός και το οίδημα να φοβούνται μίαν λέξιν παράδοξον ή μίαν φράσιν βαρβαρικήν και διά τούτο φεύγουν εκ του βουβώνος, θα εξακολουθώ να θεωρώ τα λεγόμενα ως παραμύθια των γραιών.

Ήταν οι πυγολαμπίδες, κι εκείνη όμως πίστευε στα αερικά, στην υπερφυσική ζωή των νυχτερινών πλασμάτων και θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, όταν ήταν φτωχή και πήγαινε να ζητιανέψει και να μαζέψει ξερόκλαδα κάτω από τα ερείπια του κάστρου, ενώ την κυνηγούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά η πείνα και ο πυρετός της μαλάριας.

Το ψύχος την είχε διαπεράση και ο ιατρός είπεν, ότι χρειάζεται πολλή προσοχή και πολλαί φροντίδες διά ν' αναλάβη· την κατέκαιεν ο πυρετός . . . Νοσοκόμος της, καθ όλον το διάστημα της ασθενείας ήτο ο Αντωνέλλος, όστις δεν ήθελε να την περιποιηθή κανείς άλλος. Ούτε έτρωγε, ούτε εκοιμάτο όπως έπρεπε, μεθ' όλας τας ενστάσεις της Μπέλλας ήτις, μετά είκοσιν, ημέρας ανέρρωσε.

Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν. Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής. — Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος. — Τω όντι. — Άκουσε . . . Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ' ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου.

Ο πυρετός την έλυονε νύχτα μέρα, ο βήχας την έπνιγε κέβγαζε καίμα από το στήθος. — Εγώ, είπε η μητέρα μου, θα σου 'λεα να πας να τη δης, μα η γιαρρώστεια τση, παιδί μου, είνε κολλητική και φοβούμαι. Θα πάω 'γώ και φτάνει. Δεν μπορώ να μην πάω. Στο ύστερο δικολογιά μας είνε.

Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζη βρεμμένα πανιά στο μετωπο και να μου κάνη διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίη. Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μαφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μούρθε πάλι.