Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.

Και τούτο χωρίς, να τας φτύση. Διά τούτο το γάλα των αμέσως εστείρευσε. Τα πτωχά κατσικάκια προσεκολλώντο εις τα μαστάρια, εβύζαινον αλλ' ουδόλως εύρισκον τροφήν. Ήρχισαν να ισχναίνουν, να γίνωνται αδύνατα, ραιβά, ζαρωμένα.

Η αθεράπευτη πληγή της πατρικής κατάρας να καταφάγη σύρριζα την ύπαρξίν σου όλην! — Πτωχά μου ’μάτια γέρικα, αν κλαίετε ακόμη, σας ξερριζώνω μόνος μου να σας πετάξω κάτωτο χώμα, να ζυμώσετε με δάκρυα την λάσπην! — Καλά, καλά! Μου έμεινε ακόμη μία κόρη.

«.... Τον εργαλειό θα τον στήσω κάτω, δίπλα εις την αποθήκην, όπου φυλάττει ο πατέρας μου τα είδη του παντοπωλείου του, και δι' όσα φορέματα θα χρειάζωμαιπάντα μεταξωτάθα παίρνω εργάτριαν με το ημερομίσθιον να τα υφαίνη.... Πολλά κορίτσια πτωχά ευρίσκει κανείς εις τας Αθήνας να εργασθούν με ημερομίσθιον!...» Εδώ πάλιν η κλωστή εκόπη. Κάθε λίγο και λιγάκι έχει κόμβους αυτή η κλωστή!

Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, άματα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.

Το ταλαίπωρον το θήλυ το εκάλει Πατρώναν θωπευτικώς, και ολίγον «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μη ανεχομένη ν' ακούη το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, όπερ εδόθη ως κληρονομιά εις το ορφανόν, λεχούς θανούσης εκείνης. Πλην του υποκορισμού τούτου, ουδεμίαν άλλην επιδεικτικήν τρυφερότητα απένεμεν εις τα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην και προστασίαν.

Κύριε! εκλαυθμύριζεν, ο πατήρ μου δεν υπάρχει πλέον υπερασπίσου μας! τίποτε κακόν δεν επράξαμεν προς τον Βεζύρην διά να μας σφάξη ούτως· η μήτηρ μου ομοίως δεν έπραξε κακόν· είμεθα πτωχά παιδιά και παραδιδόμεθα εις χείρας σου· μεσίτευσον προς τον Βεζύρην διά την ζωήν μας, ίσως έχεις και του λόγου σου μητέρα και παιδιά...» Ο γλυκύς τόνος της Βασιλικής η αγγελική καλλονή της το εύκαμπτον ανάστημά της κατεπράυνον τον άγριον λέοντα, όστις την ήκουεν.

Και αν, ό μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις κανένα αδελφόν μου, εάν είνε αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά. Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είνε αποθαμμένοι, έν μέρος του ποσού αυτού διά τα σαρανταλείτουργα . . .» Πολλά έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε.

Θέλεις και συ να τον ιδής; Εγώ να σ' οδηγήσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας πλύνουν με τα δάκρυα εκείνοι ταις πληγαίς του. Εγώ θ' αρχίσω να θρηνώ όταν εκείνοι παύσουν. Θα κλαίω του Ρωμαίου μου εγώ την εξορίαν. — Πάρε τα τούτα τα σχοινιά. Πτωχά σχοινιά, κ' οι δυο μας είμεθα τώρα περιττοί. Εξωρισμένος είναι εκείνος που σας ήθελετην κλίνην μου γεφύρι.

Και πώς το έκαμες αυτό; Δεν είχες προσταγήν μας... ΚΟΡΝ. Πώς εις το Δούβρον; — Άφες τον ν' αποκριθή εις τούτο. ΓΛΟΣΤ. Δεμένον χειροπόδαρα μ' έχετ' εδώ! Κτυπάτε! ΡΕΓ. 'Σ το Δούβρον πώς τον έστειλες και διατί; ΓΛΟΣΤ. Διότι δεν ήθελα με τ' άσπλαγχνα τα 'νύχια σου να βλέπω να ξερριζώνης τα πτωχά, τα γέρικά του 'μάτια!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν