Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
ΞΟΥΘΟΣ Παιδί μου, για να σ' εύρω εγώ, ήτανε δίκηα η κρίσι που έκαν' ο θεός, και συ μ' εμέ συναπαντήθης, και βρήκες τον πατέρα σου, που πρώτα δεν τον ήξερες. Ό,τι εγύρευες και συ, αυτό κ'εγώ ποθούσα: να βρούμε τη μητέρα σου που σ' έδωκε'ς εμένα, ας μπιστευθούμε στον καιρό, κ' ίσως κι' αυτή τη βρούμε.
Και υπέσχετο η λυγερή πάντοτε εις το μέλλον να του ήνε αφοσιωμένη και καθόλου δούλη του, να μη θέλη τίποτε χωρίς να το θέλη αυτός. Προσετρίβετο δ' επί του προσκεφάλου του, τείνουσα εις εναγκαλισμόν, αναζητούσα αυτόν και ποθούσα, αναπηδώσα εις τον ελάχιστον κρότον τον οποίον ήκουε τυχόν εις την αυλήν, ετοίμη ν' ανοίξη την θύραν και να τον δεχθή. . . O ύπνος της Σμάλτως ούτω διεκόπτετο συχνάκις.
Κι' από πια, δε μας ζημιόνει. Β ρ ό μ α Διαβαίνοντας στο δρόμο Πουρνό πουρνό μια ημέρα, Συναπαντάω το Μώμο. Μου λέγει, καλημέρα. Τι κάνεις ποθητέ μου, Παλιέ συνάδερφέ μου. Ω πόσο επιθυμούσα Στιμή να σ' ανταμόσω. Κι' αποπολλής ποθούσα Το βάρος να σου δόσω Για κάπιον γνώριμό μας, Και φίλον εδικό μας.
Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω, κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι• ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195 και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200
Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου.
Ποία είναι τα γνωρίσματα τα οποία διακρίνουν τον ερώντα από τον μη ερώντα; Πρέπει λοιπόν να εννοήσωμεν ότι εις έκαστον από ημάς δύο τινές ιδέαι κυβερνώσαι και διευθύνουσαι τας πράξεις μας υπάρχουσι, των οποίων τον δρόμον ακολουθούμεν· η μεν μία είναι έμφυτος επιθυμία των ηδονών, η δε άλλη επίκτητος εκτίμησις ποθούσα το άριστον.
Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.
Μα δεν το κατώρθωσε κι άρχισα να αιστάνουμαι μια στενοχώρια όταν στοχαζόμουνα τη θάλασσα, που την ποθούσα τόσο. Όλο αυτό το πράμα δεν είτανε για με ούτε τόσο ασήμαντο ούτε τόσο μωρό, όσο φαίνεται ίσως. Κανένας δεν μπορεί να αιστανθή πραγματική χαρά όταν σμίγουνε μ' αυτή παραφωνίες κ' η χειρότερη παραφωνία, που μπορούσα να φανταστώ, είτανε πως η γυναίκα μου δε μοιραζότανε τη χαρά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν