Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Ενόμιζεν ότι ουχί προς πλαστήν τινα Χάιδω, την ιδανικήν αγάπην ενός βοσκού, αλλά προς αυτήν την ιδίαν, την Σμάλτω ελέγοντο ταύτα. Και δεν ήτο άγνωστος εις αυτήν ο βοσκός, ο οποίος τόσα υπέσχετο, αλλ' ήτο αυτός ο Μήτρος, όστις ηύλει εμπρός της.
Της απεκρίθη ο βασιλεύς· με την ιδίαν πλαστήν φωνήν του αράπη, όμως με θυμόν, λέγοντάς της· όσον ενήργησες, δεν είναι αρκετόν διά να με θεραπεύση ολόκληρον, πρέπει να ξεριζώσης την αιτίαν και όλην την ρίζαν του πάθους μου.
Τότε ο βασιλεύς, που ήτον εκεί σκεπασμένος, με μίαν επιτηδείαν υπόκρισιν εσχημάτισε την φωνήν του αράπη, και της λέγει· «Δεν ευρίσκεται δύναμις και εξουσία, παρά εις τον ουρανόν». Εις τοιούτους λόγους η μάγισσα μη όντας συνηθισμένη, εφώναξε μεγαλοφώνως από την χαράν της, και λέγει του· είσαι συ, ω φως μου και παρηγορία μου, που μου ομιλείς, ή με απατά η ακοή μου; Λέγει της ο βασιλεύς με την ιδίαν πλαστήν φωνήν· συ δεν είσαι αξία διά να σου ομιλήσω, διότι από ιδικήν σου αιτίαν εγώ ευρίσκομαι αθεράπευτος τόσον καιρόν, εάν δεν ετυραννούσες τόσον τον άνδρα σου, που από τας θλιβεράς του φωνάς δεν δύναμαι να κοιμηθώ ούτε ημέραν ούτε νύκτα· και αν συ τον ελευθέρωνες από την μαγικήν ενέργειαν, που τον εμεταμόρφωσες εις μάρμαρον, εγώ έως τώρα είχα θεραπευθή και είχα αναλάβει την ομιλίαν μου.
— Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, επανέλαβεν ο Ξυλοπόδαρος και κτυπήσας άλλην μίαν φοράν τον ξύλινον πόδα του έλαβε τα δύο ξύλινα ραβδία του, και τακ-τακ απήλθε να περιέλθη κατά την συνήθειάν του τας συνοικίας της πόλεως, ενώ τα ποικιλόχρωμα άνθη του κήπου διέχυνον το μεθυστικόν άρωμά των περί τον έκθαμβον απομείναντα υιόν του Γέρω-Λαχανά, και τα πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων την αιωνίαν προς τον Πλάστην μελωδίαν των.
Το δε χαμόμηλον ηυχαρίστησε τον Πλάστην του, ότι ήτο ταπεινόν και ασήμαντον άνθος, και όταν ο ήλιος εβασίλευσεν, έκλεισε τα φύλλα του και απεκοιμήθη, και ωνειρεύετο τον ήλιον και την κίχλαν. Όταν εξημέρωσε, το άνθος ήνοιξε πάλιν τα κάτασπρα φύλλα του και τα ήπλωσε προς τον ήλιον, και ήκουσε την φωνήν της κίχλας. Αλλά δεν εκελαδούσε χαρούμενη καθώς χθες.
ΛΗΡ Ψεγαδιασμένη, έρημη και αποκηρυγμένη, με προίκα την κατάραν μου, αντί μ' ευχήν μ' οργήν μου, εάν την θέλης πάρε την· αν όχι, άφησέ την. ΒΟΥΡ. Αυθέντα μου, συμπάθησε, αλλά μ' αυτούς τους όρους μ' αλλάζεις την απόφασιν. ΛΗΡ Λοιπόν παραίτησέ την, διότι, μα τον Πλάστην μου, άλλην δεν έχει προίκα.
Γιατί κι' ο μέγας Σαλομών, ανήρ και νου και ρώμης, πολλάς Ρεβέκκας έτρεφε υπείκων εις τον Πλάστην, ο δε Ηλιογάβαλος της περικλύτου Ρώμης και από μίαν άλλαζε Ρωμαίαν καθ' εκάστην; Γιατί ποτέ δεν έχομεν δι' όλα γνώμην μίαν κι' όπως εγώ δεν σκέπτεται κι' ο νους του Οττεντότου, και την τιμήν μου θεωρεί εκείνος ατιμίαν, κι' ο ένας λέγει το μακρύ κι' ο άλλος το κοντό του;
Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.
Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.
Και ενώ τούτα διαλογίζεται δεν εστείρεψε εις την καρδίαν του η πηγή των δακρύων, τα χύνει ακράτητα, άμα ευρίσκεται μόνος του, επάνω εις το πτώμα του πατρός της Οφηλίας του, το οποίον προ μικρού εις τα μάτια της μητρός του με πλαστήν απονίαν έσυρεν έξω και συνώδευσε με πικρούς σαρκασμούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν