Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοιτελειώσατε ό,τι ήρχισα. Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον. Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.

Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία, ούτε αν ήταν τραγική.

Χαρά και αγαλλίασις εις το πλήρωμα, ότε εγίνετο γνωστόν ότε επεράσθη εις τα χαρτιά και ο Μέλτος ο Μισακός. Με τας μιμικάς του παραστάσεις κατά τους μακρινούς πλους, ελησμόνουν οι αγαθοί ναύται όλα τα δεινά της ξενιτειάς, όλα τα βάσανα της βαρείας των εργασίας.

Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο! Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.

Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο ΜπάρμπαΚαληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.

Ολίγες ημέρες ύστερον από τον μισευμόν ετούτου του βασιλέως, ο βεζύρης Αμπτολφατάς ακούοντας να ομιλούν διά τα μεγάλα δώρα που ο Αμπτούλ έκανε καθημερινώς εις τους ξένους που επήγαιναν να τον βλέπουν, και εκστατικός διά το μέγα πλήρωμα που έκανε τόσον αυτουνού, όσον και του βασιλέως και παταλματζή κατά την συμφωνίαν τους, αποφάσισεν με κάθε τρόπον να ξεσκεπάση πού έχει κρυμμένον τον θησαυρόν, που έβγαζε τόσα πλούτη χωρίς να σωθή.

Όχι• δι'εμέ η Χίος, ο κόσμος όλος, ήτο κατ' εκείνην την στιγμήν του πλοίου μας το πλήρωμα• εκεί συνεκεντρούντο τα αισθήματά μου, εκεί περιωρίζετο η σκέψις μου. Αλλ' ότε το πλοίον επελαγοδρόμησε, τα δε παράλια της Χίου έμειναν μακράν όπισθεν ημών, και επήλθε τάξις τις και ησυχία επί του καταστρώματος, ενθυμήθην τότε ότι ήμην άσιτος και ησθάνθην ότι πεινώ. Δεν ήτο νέα δι' εμέ η τοιαύτη αίσθησις.

Προς τούτοις οι Κορίνθιοι εγέμιζαν με το χρειαστόν πλήρωμα εικοσιπέντε πλοία, διά να αποπειραθούν ναυμαχίαν κατά των προ της Ναυπάκτου φυλασσόντων πλοίων και ευκολύνουν τον απόπλουν των φορτηγών περισπώντες προς τα πολεμικά πλοία την προσοχήν των Αθηναίων των σταθμευόντων εν Ναυπάκτω.

Φθάσαν το πλήρωμα εις την Φώκαιαν, έπεμψεν εις τας Σάρδεις τον εγκριτώτερον άνδρα όστις εκαλείτο Λακρίνης διά να είπη εκ μέρους των Λακεδαιμονίων εις τον Κύρον να μη βλάψη καμμίαν Ελληνικήν πόλιν, διότι τότε αυτοί δεν θα αδιαφορήσωσιν. Αφού είπε ταύτα ο κήρυξ, λέγουσιν ότι ο Κύρος ηρώτησε τους περί αυτόν Έλληνας ποίοι ήσαν αυτοί οι Λακεδαιμόνιοι οίτινες ωμίλουν ούτω και πόσος ήτο ο αριθμός αυτών.

Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν