Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Αν ήρθες να μου πης πως πέθανε και μούφερες τις παραγγελιές του, πάρτες πίσω και πήγαινε στο καλό. Γιατί αυτός στάθηκε σκληρός μαζή μου και δε μούκανε το χατήρι που του ζήτησα. Ο ξένος πέτρωσε απάνω στα πόδια του. Θυμήθηκε τα δάκρυα πούχυνε πεθαίνοντας στον ξένον τόπο τόμορφο παλικάρι, θυμήθηκε τα γλυκόλογα που του 'δωκε να φέρη στην καλή του και ράγισε άλλη μια φορά η καρδιά του.

Και θαρρετά σημειώνω πώς το ίδιο θα κάνανε στη θέση του και άντρες με πιο πολλή δύναμη και με φωτεινότερη συνείδηση. Θα μου πης, οι κακίες του Κώστα Μεμιδώφ μικροκακίες πάντα· μα τα μεγαλήτερα δεινά τα προξενούν τα μικρόβια και στη φυσική και στην κοινωνική τάξη· και πιστεύω πώς κάτου από το γυαλί του κοινωνιολόγου οι πιο τρανοί κακούργοι δεν είναι πάντα εκείνοι που ψοφάνε στο φρέσκο.

Στο τέλος θα βρης κ' ένα έργο δραματικό που το καταπιάστηκα χρόνια τώρα, και για να κάμω του Δροσίνη μας το χατίρι, ίσως όμως και για να δείξω πως είμαι κ' εγώ Ρωμιός, με τη Ρωμαίικη την πετριά της "πολυτεχνωσύνης„. Θα πης την είχε κι ο Γιαννίρης, ο μεγαλοπίχερος ο Γιαννίρης, τη Ρωμαίικη αυτή την πετριά.

Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του!

Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος. — Τι, διά πολύν καιρόν; — Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου; — Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα. — Δεν αγροικάς; — Ναι. Τι θέλεις να πης; — Έχεις δίκαιον. — Αμμή;... — Άλλο ήθελα να είπω. — Τι άλλο; — Διά πόσα χρήματα; — Χρήματα; — Ναι. — Τι θα πη; — Άσπρα. — Ε, και τι; — Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας; — Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα.

Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Πώς να τα ξέρω που ήμουν εχθρός των; Τον φίλον όμως του Αχιλλέως τον Πάτροκλον δεν εδυσκολεύθηκα να φονεύσω με μια κονταριά. ΜΙΚ. Έπειτα εσένα σ' εφόνευσε ο Μενέλαος πολύ ευκολώτερα. Αλλά γι' αυτά είπαμε αρκετά, τώρα δε να μου πης για τον Πυθαγόρα.

Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.

Είταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψη. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης Παπά Νικηφόρο, και τονε στέλνει στην Αγιά Παρασκευή της πίσω της Ενοριάς. Θα μου πης πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις. Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολίζεται ο Παπά Νικηφόρος.

Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκακαι κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν