United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον έξω κόσμο μηδέ τώρα δεν ξεστόμιζε τίποτις, επειδή ο Κωστάντιος δε χωράτευε ανίσως και πηγαίνανε σταυτί του τέτοιες ιδέες. Το τι έλεγε όμως με τους Ιεροφάντηδες και τους άλλους δικούς του, δύσκολο δεν είναι να το μαντέψουμε. Και τα προηγούμενά του και τα κατοπινά μας το δείχτουν πως συναγροικιούνταν από τότες με τους Αθηναίους του.

Συνήθεια το είχε κι από την Πόλη να προστατεύη ό,τι είταν ελληνόπρεπο η Αθηναία η ρητοροπούλα. Ίσως μάλιστα είναι και το πρώτο επίσημο πρόσωπο που καταπιάστηκε να καταργήση τα λατινικά τα συστήματα, αγκαλά αυτά και μονάχα τους κατρακυλούσανε και πηγαίνανε.

Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του: — Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του κόκκινα γαλόνια. Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει. — Σαν καλός είναι σήμερα. — Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,, — Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο! — Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά..... — Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.

Ο καμαρώτος είχε μικρότερα και ταχύτερα βήματα, σα να βάδιζε σε σάλα. Οι χωρίς δουλειά ναύτες κινούσαν τα χέρια τους και είχανε την αστάθεια της παλάντζας στο περπάτημά τους. Όσοι τελειώσανε την δουλειά τους στηλώνανε την μέση και πηγαίνανε με τα χέρια στις τσέπες. Όσοι φέρνανε την καραβάνα του φαγιού σιγολέγανε κάποιο τραγούδι. Μηρμυκοφωλιά το υπόφραγμα απαράλλακτη.

Είπαν και πως ο Ιουστινιανός διαφέντευε απ' αρχής τους Βένετους, δηλαδή τους Κυανούς, και δεν είναι μήτε τούτο απίθανο, αφού οι Πράσινοι πηγαίνανε με τους Μονοφυσίτες, πάει να πη και με τη φαμελιά του Αναστασίου.

Κι' όλοι όσοι μένανε άλλοτες μες στο καραβοστάσιόλοι τιμόνια που βαστούν, που κυβερνούν καράβια, κι' όλοι οι ταμίες του στρατού που το ψωμί μοιράζουντότες κι' αφτοί στη συντυχιά πηγαίνανε, τι βγήκε 45 ο Αχιλιάς π' από καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.

Γαλατία, Πισιδία, Βιθυνία, όλ' αυτά τα μέρη τα διαβήκανε σα θανατικό, κι όσο πηγαίνανε μαζεύανε φευγάτους σκλάβους κι άλλους τέτοιους, και μεγάλωναν το στρατό τους.

Βλέπανε συχνά να περνούνε κάτου από τα παράθυρα της έπαυλης καΐκια φορτωμένα εφέντηδες, πασάδες, κατήδες, που τους έστελνε ο σουλτάνος εξορία στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη στην Ερζερούμ· βλέπανε να έρχονται άλλοι κατήδες, άλλοι πασάδες, άλλοι εφέντηδες, που αντικαθιστούσανε τους εξωρισμένους και που τους εξορίζανε κι' αυτούς με τη σειρά τους· βλέπανε κεφάλια καθαρισμένα από τα αίματα, παραγεμισμένα με άχερα, που τα πηγαίνανε να τα παρουσιάσουνε στην Υψηλή Πύλη.

Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράματα! Ούτε η ίδια δεν ήξερε γιατί τον αγάπησε. Κάθε δειλινό, η Παυλίνα με την καινούργια της αγάπη, πηγαίνανε μακρυά το γιαλόγιαλό, μαζεύοντας αγριοβιολέττες και κυκλάμινα μέσα στις χαραμάδες των βράχων, πότε αγκαλιασμένοι μέσα στις σπηλιές, πότε χεροπιαστοί στην αμμουδιά.

Δεν είνε αυτή η Αθήνα πούξερα μια φορά! Έλεγε στην ψυχοκόρη της συχνά, την ώρα που πηγαίνανε να κοιμηθούνε. Όλα αλλάξανε. Και τόπος και ανθρώποι. Χάλασε ο κόσμος! Κι' αλήθεια είχε αλλάξει η Αθήνα. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη την Ταρσίτσα, ούτε στο σπίτι, απ' τους φίλους που ερχόντουσαν τις χρονιάρες μέρες να χαιρετήσουνε τον παπά, ούτε στο παράθυρο, ούτε στο δρόμο.