United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφθασε προ της οικίας του Θωμά, ο κρότος του αργαλειού διέκοψε τας μελαγχολικάς του σκέψεις. Σταματήσας υπό το παράθυρον εξερόβηξεν αλλ' ήδη η Πηγή, αναγνωρίσασα το βήμα του, είχεν ανατιναχθή από τον αργαλειόν και το πρόσωπόν της εφάνη μεταξύ των ανθέων του παραθύρου.

Έπειτα στραφείσα πέραν προς την Πλάκαν, όπου ήσαν των Τούρκων οι τάφοι εκατερώθεν της οδού, είπε: — Καλέ, ποιος σκύλος εψόφησε; — Ο Λαδομπραΐμης, επληροφόρησεν ο Μανώλης, πλησιάσας και αυτός εις το παράθυρον. Οντέν επέρνουν απού το τζαμί, του 'διαβάζανε. Επλησίασε και η Πηγή μετ' ολίγον και οι τρεις παρετήρουν την τουρκικήν κηδείαν.

Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση διότι δεν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος, με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·

Αλλά καθ' ην στιγμήν εκινείτο ο Μανώλης διά να πλησιάση, ήκουσε θόρυβον εις το παράθυρον και στραφείς είδε να προκύπτη μεταξύ των βασιλικών η φέσα του Θωμά και ήκουσε την γογγυστικήν φωνήν του γέροντος να λέγη: — Ένα χρόνο θα τσι ταΐζης τσόρνιθες; Έλα μέσα που σε θέλω.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

Εξυπνήσασα περί μέσην νύκτα ήνοιξα την θύραν εκείνην, ίνα μετριάσω την οσμήν της αλόης και της σμύρνας, δι' ων αι αδελφαί του Καρόλου είχον αρωματίσει τον θάλαμον προς τιμήν μου, και αντικρύ μου είδον καθήμενον υπό μηλέαν τον Ροβέρτον, στηρίζοντα επί των γονάτων τους βραχίονας και επ' αυτών την έφηβον κεφαλήν του, τους δε οφθαλμούς απλήστως εις το παράθυρόν μου προσηλούντα.

Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! — Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. — Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. — Επήγαμεν εις το παράθυρον.

Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει να πλέκη. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν.