Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Κασέλες, σκαμνάκια ξύλινα, σπασμένες στάμνες, μπουζούκια, σκουτιά, παλιοβελέντσες, στρώματα και παπλώματα, βρώμικα χαλιά και άπλυτα ποκάμισα, κουρέλια και ξεσκλίδια καθελογήτικα, λογιώ λογιών μούχλες και δυσωδίες απλώθηκαν σωροί κ' εγέμισαν το προάβλιο περίγυρα.
— Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, επανέλαβεν ο Ξυλοπόδαρος και κτυπήσας άλλην μίαν φοράν τον ξύλινον πόδα του έλαβε τα δύο ξύλινα ραβδία του, και τακ-τακ απήλθε να περιέλθη κατά την συνήθειάν του τας συνοικίας της πόλεως, ενώ τα ποικιλόχρωμα άνθη του κήπου διέχυνον το μεθυστικόν άρωμά των περί τον έκθαμβον απομείναντα υιόν του Γέρω-Λαχανά, και τα πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων την αιωνίαν προς τον Πλάστην μελωδίαν των.
Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.
— Πήγες καμμιά μέρα, να ιδής τι κάμνει εκείνος ο αδελφός σου; Ηρώτησε μετά τινας μήνας την Αρφανούλαν ο Μπάρμπα-Σταυρής, θυμωμένος διότι δεν εισηκούσθη. — Είχα καιρόν; . . . Απήντησεν η Αρφανούλα. Ο Μπάρμπα-Σταυρής όμως, τακ-τακ, με τον ξύλινον πόδα του και τα ξύλινα ραβδία του, τακ-τακ — περιερχόμενος όλας τας συνοικίας καθ' εκάστην, είχε καιρόν.
Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.
Όταν ένας άνθρωπος έχη ανήσυχα πόδια, του φορούν ξύλινα βρακιά. ΛΗΡ Ποιος είν' αυτός 'πού 'ξέχασε ότ' είσαι ιδικός μου και σ' έβαλε 'ς τον φάλαγγα; ΚΕΝΤ Ήτον αυτός κ' εκείνη, και ο γαμβρός κ' η κόρη σου. ΛΗΡ Όχι! ΚΕΝΤ Ναι! ΛΗΡ Όχι, λέγω! ΚΕΝΤ Ναι, λέγω. ΛΗΡ Δεν θα τώκαμναν! ΚΕΝΤ Το έκαμαν, σου λέγω. ΛΗΡ Ω! Μα τον Δία! ΚΕΝΤ Ναι, ναι, λέγω, μα την Ήραν! ΛΗΡ Δεν γίνεται! Δεν ημπορούν!
Ούλες οι Ελληνίδες, μάτια μου, πρέπει να γίνουνε ναυτόπουλα. Τα ξύλινα τείχη σώσανε την Ελλάδα. Δεν το μάθετε στην ιστορία; ΝΙΚΟΣ — Αν θέλη μονάχα η δεσποινίς να βιασθή λιγάκι. Είναι κίνδυνος να πέση ο μπάτης. Και τότε... ΔΩΡΑ — Έφθασα. Στο μεταξύ οι άλλοι κάτι λένε μεταξύ τους και γελούνε. ΝΙΚΟΣ — Εμπρός λοιπόν. Δε θ' αργήσωμε, μπαμπά. ΦΛΕΡΗΣ — Καλά, καλά, πήγαινε.
Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.
Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν