United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξεστράτεψεν ο Έρωςτης καρδούλας μου το μέρος Και διο μάτια καστανά Λαμπροφόρεσε γι' αρμάτα, και με ταύτα στα γιομάτα Μου σωριάζει τα δεινά. Έρωτά μου τι γυρεύεις, και τι θέλεις να παιδεύης Τη δική μου την καρδιά! Νικητής πως είσαι ξέρεις· και στον κόρφο σου εσύ σέρεις, της καρδιάς μου τα κλειδιά.

Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Τι είπαν; — Είπαν όλα, όσα συνηθίζουν οι άνθρωποι να λέγουν εις τοιαύτας περιστάσεις, όταν έρχωνται να ζητήσουν εις γάμον: Την αγαπώ και με αγαπά· Και εκεί που είναι εδώ γάλα μέσα 'στον κάδο για ένα, είναι και για δυο!» — Αλλά για σένα είναι πολύ υψηλά!, είπεν ο μυλωθρός, «κάθεται επάνω σε σιμιγδάλι, σε χρυσοσιμίγδαλο, καθώς ξέρεις· δεν μπορείς να την φθάσης.» — Τίποτε δεν κάθεται τόσον υψηλά!

Ξέρεις· ο Μούλος έχει ένα σηκότιτο φούρνο και μας καρτερεί·πάμε; — Πού να πάμε; — 'Σ του Πομόνη· έβαλε φρέσκο. . . Οι δύο χωρικοί, αργά βηματίζοντες είχον πλησιάσει την στενήν και ανώμαλον γέφυραν κάτω της οποίας ο Στρεμμενός έτρεχεν ησύχως. Η γέφυρα αυτή κτισμένη προ της επαναστάσεως, οφείλεται εις θαύμα τι του αγίου Δημητρίου, πολιούχου της κωμοπόλεως Λεχαινών.

Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της! — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.

Πες τους ότι την Ελλάδα ταπεινήν δεν υποφέρεις, Πες τους, πες τους, αλλά πες τους, Δεληγιάννη, ό,τι ξέρεις· Και αν δεν μπορέσης πέρα να τα βγάλης συ μονάχος, Ας σε βοηθήση λίγο και ο Άγγελος ο Βλάχος. Έτσι πλέον και οι δυο σας θε να ήσθε αρκετοί, Για να κάμετε βεβαίως εις το έθνος κάτι τι.