Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα. Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμηπλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες.

Η Κρήτη, στα 1897, του φάνηκε του Γουλιέλμου σα νάτανε κανένα Νησί άνομο, άσεβο κι αθεόφοβο που πάει άξαφνα και πολεμάει, με ποιόνα; με το βασιλιά του, πάει να πη με το Θεό. Από χρόνια, στην Τουρκιά, είχε συφέρο λοιπόν η Γερμανία να κολακέβη τον Τούρκο, μα να μην αφίνη διόλου το ρωμαίικο να παίρνη απάνω του.

Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κάτω στη μοναξιά, για να φωνάζω τόνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις. Σ' ό τι νησί κι αν είμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στάλλο το νησί καλήτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλήτερη δουλειά. Πήγαινα και πάλι έλεγα τα ίδια κ' ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού.

Και οι δύο αδελφοί επήγαν με τες αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα νησί, που εκατοικούσαν εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι.

Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν εις την γην.

Βασιλοπούλα, τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά εσένα.

Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής, άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ' εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν' ακολουθήσω την τέχνη του και να προκόψω το σπίτι μας.

Επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν περιπατώντες εις το νησί και τρεφόμενοι από καρπούς και χόρτα, γυρεύοντες και κανένα τόπον αρμόδιον διά να ξενυκτήσωμεν.

— Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας! — Και για πού με το καλό ; — Για την Αμέρικα... Και σεις; — Για την Αυστραλία. — Τι φόρτωμα ; — Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο.. Και σεις ; — Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι! Και όταν ετελείωνε το φανταστικό ταξείδι εγύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολωνάτα. — Και σαν γυρίσης πίσω; ερώταεν ένας τον άλλον.

Κι' εσένα, γέρο, ακούγαμε πως μια φορά εφτυχούσες· τι όσους της Λέσβος το νησί εντός του θρέφει αθρώπους, κι' ο άπειρος Ελλήσποντος ή κι' η Φρυγιά από πάνου, 545 όλους σε πλούτος και σε γιους λεν, γέρο, τους νικούσες. Μα μια οι θεοί και σούστειλαν τέτια βαριά φουρτούνα, δεν πάβουν γύρω οι σκοτωμοί στο κάστρο σου, δεν πάβουν.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν