Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.

«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.

Εάν τον θέλης, πάρε τον. Έλα και συ μαζί μας. ΛΗΡ Έλ', Αθηναίε! ΓΛΟΣΤ. Σιωπή! Σιγά, σιγά! Ελάτε! ΕΔΓΑΡ Και ήτοντον πύργον σκοτάδι πυκνό, κ' εμβαίνει και κράζει: ω φάι, φουμ, φω, ανθρώπινο αίμα μυρίζει εδώ! Θάλαμος εν τω μεγάρω του Γλόστερ. ΚΟΡΝ. Θα τον εκδικηθώ πριν φύγω απ' εδώ! ΕΔΜ. Τρομάζω, αυθέντα μου, όταν συλλογίζομαι πόσον θα κατηγορηθώ, διότι εθυσίασα εις το καθήκον τα αισθήματά μου.

ΓΑΛ. Να μας δείξης τον 'δικό σου ο οποίος είνε καλλίτερος και ξέρει να τραγουδή και να παίζη λύραν καλλίτερα. ΔΩΡ. Εγώ δεν είπα ότι έχω εραστήν, ούτε καυχώμαι ότι είμαι αξιέραστος. Αλλά εραστήν ωσάν τον Κύκλωπα, ο οποίος μυρίζει ως τράγος, τρώγει ωμά κρέατα, ως λέγουν, και μάλιστα τους ανθρώπους τους ερχομένους εδώ, σου τον χαρίζω και σε αφίνω να τον ανταγαπάς. 2. &Κύκλωπος και Ποσειδώνος.&

ΒΑΓΚΟΣ Και το πετροχελίδονον — ο πτερωτός μας ξένος που έρχεται την άνοιξιν καιτους ναούς φωληάζει. — αυτό ακόμη μαρτυρεί με τα κτισίματά του ότ' η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει. Δεν έχει σκέπης εξοχήν, δεν έχει κορωνίδα, δεν έχει τοίχου στύλωμα, γωνιάν δεν έχει, όπου να μη κρεμνιέτ' η κούνια του και κλίνη των παιδιών του.

Άλλοι κατορθώνουν και το πραγματοποιούσιν εις τον κόσμον αυτόν, άλλοι αποθνήσκουσι με το όνειρόν των μαζή ως σάβανον της καρδίας των. Άγνωστον τίνες αποθνήσκουν ευτυχέστεροι . . . — Ο ένας σου μυρίζει, ο άλλος σου βρωμά! Την ήλεγχεν η μητέρα της. Έως ου ευτυχής σύμπτωσις διέψευσεν όλας τας οικτράς προρρήσεις της γραίας, και η πτωχή Γερακίτσα, η κόρη του ψαρά, εγένετο κυρά- Μανωλάκαινα.

Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

Πάντα το βλέπω εκείνο το νησί, το νησί μας εκεί κάτω, που μυρίζει με τις γαζίες και που λαμποκοπή με τον ήλιο. Δε θα με πάη, δε θα με φέρη πια στην Πρίγκιπο το βαπόρι; Δε θανεβώ πάλε στον Άη Γιώργη; Αχ! φίλε μου, πέντε χρόνια που δεν την είδα τη Μοιρίτα. Να μην την ξαναδιώ και ποτές μου! Ίσως κάλλια που ζω, ίσως κάλλια να μην πεθάνω, για να γίνη κι αφτό καμιά μέρα.

Κατεσκεύαζον και λέξεις ιδικάς των, αληθείς γλωσσοπλάστριαι, χωρίς να τo ηξεύρουν. Το καστρί, τo σφραγιδάκι, ο τουρκανάκατος, τo αγαρηνό σκυλλί, «που μυρίζει χασανιές», όλ' αυτά αμφιβάλλω αν ευρίσκωνται εις τo Λεξικόν των αθησαυρίστων.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! το έγκλημά μου εσάπη, του Θεού μυρίζει ! την παλαιάν, την πρώτην έχει αυτό κατάραν, ο φόνος αδελφού!

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν